μερικες λεξεις της προερχονται απο αγγλικες λεξεις γιατι στον καιρο της κατοχης απο τους αγλλους αναμιξαν αρκετες αγγλικες με κυπριακες
η παλια κυπριακη διαλεκτος δεν πολυομιλιεται στις πολεις παρα μονο στα χωρια
αντιθετως ομιλιεται η κυπριακη διαλεκτος αλλα οχι με τις παλιες λεξεις...τωρα χρησιμοποιουμε ελληνικες με κυπριακες
να μερικες λεξεις στα κυπριακα και μεταφρασει στα ελληνικα
- Σπόιλερ:
ακκάννω δαγκώνω
ακκος παλτο
αλόπως μήπως, πιθανώς
αμινιάζω υπολογίζω
αμπλέπω βλέπω
αμπούστα κουτί
αντζελοσσιάστηκα τρόμαξα
αντινάσσω τινάζω
αξινόστραφη ανάποδη
απόπατος αποχωρητήριο
άππαρος άλογο
αππιθκιά αχλαδιά, ένδειξη κοντινού χώρου
άρκοψες αύριο βράδυ
αρμαρόλα μικρή ντουλάπα
αρφός, αρφή αδελφός, αδελφή
ασσιελιά ένα σκέλος (για μήκος)
ατζία άκρη του ψωμιού
αφτένω ανάβω
άψε το άναψε το
αψιουρίζομαι φταρνίζομαι
βάκλα η ουρά του προβάτου
βαρκούμαι βαριέμαι
βαρκούμε βαριέμαι
βαστώ κρατώ
βίτσα μαγγούρα, έγινες ~ αδυνάτισες
βλαωζί ύκωτι
βόρτακος βάτραχος
βόρτος χοντρός
βουκα μάγουλ
βουκκαλλέτικον μπούλλης
βουναλλούι μίκρος λόφος
βουρνα νεροχύτης
βουρώ τρέχω
βρίξε σώπα (προστακτική)
βυζοκούππι στηθόδεμος (σουτιέν)
γαμίστρα κρεβάτι
γαρος γαϊδούρι
γιουτά μο με βολευεί
δισκοθήκη δισκοτέκ
δρώμα ιδρώτας
εβόλυα πατησα λάσπες
ελαόθικα τρελάθηκα
ελισιασά πεινάω πολύ
εποζούρτισα ξεκωλώθηκα
έππεσεν το αρφάλι μου πεθαίνω της πίνας (έπεσε ο οφαλός μου)
έρκουμαι έρχομαι
έσιει έχει
έσσω μέσα
εφάτσισα χτύπησα
ζάβαλλι αλίμονο
ζαβός στραβός
ζάμπα μπούτι
ζιλικουρτι κασμός
ζώλος άσχημη μυρωδιά, βρωμιά
ήντα τι
ήντα πον τούτον; τι είναι αυτό;
ηττασία δούλα
θωρω βλέπω
ιεροκουτάλα περίεργη (αυτη που βάζει την μύτη της παντού)
ιλ κυλώ
ιντυχάνω μιλώ
καϊλώ δέχομαι
κάκκαφα πολύ ανώμαλα εδάφη
καλώ αμέ
καμμώ κλείνω τα μάτια μο
καρκασαλλίκκι φασαρία
καρκόλα κρεβάτι
καρτζί απέναντι
κατος γάτα
κατρακύλα τσουλήθρα
κατσαρίζω κάνω θόρυβο
κατσιαρισμός φασαρία, θόρυβος
καύκει καίει
κάφκα ερωμένη παντρεμένου άντρα
κελέ κέφαλι
κκελλέ κουλούμπρα αγύριστο κεφάλι
κόλλα χαρτί
κολοήρα κοφίνα
κομμόροτσος ακατέργαστη μεγάλη πέτρα
κόρη αναφορά προς κοπέλλα
κοτζιάκαρη γερόντισσα
κοτολετα μπριζολα
κουλουφός ατημελήτος
κουφι φίδι
κρούζω καίω
κρώννουμαι ακούω, συμβουλεύομαι
κωλοσύρνω τραβώ
λαλώ λέω
λαός λαγός
λάου λάου σιγά σιγά
λάσσω γαυγίζω
λαφαζάνης αυτός που λέει βλακίες (εξωπραγματικά γεγονότα)
λίξης λιγούρης
λισσιάρης λιγούρης
λισσιοπινώ πεθαίνω της πίνας
λουβώ μαδάω
λούκκος λακάκι, τρύπα στο έδαφος
μαϊρισα κατσαρόλα
μαϊττάππι κοροίδεμα
μαλαχτός μαλακός, ο ευάλωτος
μαννός ηλίθιος
μάππα μπάλα
μάππουρος κουκουνάρι
μαυρού Φιλιππινέζα, Σριλανκέζα
μεζετζής αυτός που του αρέζουν οι μεζέδες
μίλλα λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια)
μιτσής μικρός
μονή κρεβάτι
μοτόρα μοτοσυκλέτα
μουβλούκα μαξιλάρι
Μουλα Το θηλυκό του μουλαριου
μουτι μύτη
μουτταρκά απόκρυμνο έδαφος
μούττη μύτη, κορυφή
μούχτη δωρεάν
μούχτιν δωρεάν
μυάλος μεγάλος
νησιάνι στρατιωτικό διακριτικό
ντζίζω αγγίζω
ξημαρισμένος λερωμένος
ξιμαρισμένο λερωμένο, ακάθαρτο
όϊ όχι
ολάν τι νομίζες
οξά η
όξινο λεμόνι, ξινό
όξυπνος ξύπνιος, έξυπνος
ούζω κουνώ
ούσσου σώπα (προστακτική)
ούτσιαλης πολύ φαϊ
παγκούι παγκάκι
παουρίζω φωνάζω
παπίλλαρος τα πρώτα σύκα
παπίρα πάπια
πάππαλλα τέλος
παραπότης αυτός που κάνει ατιμίες
παρπέρης κουρέας
πασιαμάς χαβαλές
πασσίς παχύς
πατανία κουβέρτα
πατσαρκά χαστούκι
πατσιαούρα ατημέλητη
πατταλόνι παντελόνι
παττίχα καρπούζι
πεζούνι περιστέρι
πιθκιαβλοζάμπης τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (ελλ. αυλός)
πιλέ ήδη
πισσα τσίχλα
πιττώνω πλακώνω
ποδά απ' εδώ
ποήνες μπότες
ποθκιάντροπος ξεδιάντροπος
ποϊνες μπότες
πολογιάζω διώχνω
πομιλόρι ντομάτα
πόμπα βόμβα
ποξαμάτι παξιμάδι
πορνόν πορνόν πρωί πρωί
πότσα μπουκάλα
ποτσεί απ' εκεί
πουλλαόφωνος άντρας που μιλά με λεπτή φωνή
πουπούξιος κουκουβάγια
ποφκαλες με με κούρασες
ππαραόπιστος τσιγκούνης, φυλάργυρος
ππεζεβένκης κερατάς
ππούλλι βλήμα (ηλίθιος)
ππουνία γροθία
ππουρτού (τα) σαμπράκαλα (υπάρχοντα)
πρότσα πιρούνι
πυρκόλα του την χτύπα τον
πύρουλλος, πυρά ζέστη, καύσωνας
ρα αναφορά προς κοπέλλα (αντίστοιχο του ρε)
ρέσσω περνώ
ριάλια λεφτά
ρότσος πέτρα
σαντανοσιά ανακατοσούρα
σιακατούρι κατηφόρα
σιεηττάνης σατανάς, πονηρός
σιέσης δειλός
σιονοτός πατημένος
σιόρ κύριος
σιουσιούκκος παραδοσιακό κυπριακό γλυκό (μοιάζει με δυναμίτη)
στέκκα λεπτός/ή
στράτα δρόμος
σύξηλος άναυδος
σύρνω ρίχνω
σωρόφκο μαζεύω
τάβλα τραπέζι/κρεβάτι
τάνγκα ακριβώς
ταπέλλα πινακίδα
τάππος κοντός
τατας νουνός
τζιάμε εκεί
τζιλώ κυλάω
τζίνη αυτή
τζίνος αυτός
τζισβές μπρίκι
τζοιμισμένος κοιμισμένος
τουτούρω κρύωνω
τσαέρα καρέκλα
τσαί και
τσεντί πορτοφόλι
τσιαέρα καρέκλα
τσιενκένης τεμπέλης
τσιλλώ πλακώνω
τσούρα κατσίκα
τταπουροκολού μοτοσυκλέτα
φακκώ χτυπώ
φάουσα σκασμός
φιλούθκια φιλάκια
φκάλλω βγάζω
φκιολί βιολί
φκιόρο λουλούδι, μαστουρωμένος
φλόκκος φουγγαρίστρα
φόκος φωτιά
φουντάνα βρύση
χάι χούι χαβαλές
χαμέ κάτω
χαννοπαττίχα βλαμμένη, βιδάτη
χαρτωμένος αρραβωνιασμένος
χογλά βράζει
χτηνό ζώο (κάποιος πολύ δυνατός)
χτίν γουδί
χτιτσιολοά βρωμάει άσχημα
χτιτσιόν αηδία, πολύ βρώμικο
χτοσιαίριν γουδοχαίρι
ψατζί κρυο