Αυτό όμως που κάνει την ταινία τόσο ιδαίτερη, τόσο ξεχωριστή και -τολμώ να πω- αριστουργηματικά όμορφη, συνοψίζεται στις δύο πρώτες σειρές που έγραψα.
Όπως είπα, η ταινία κινείται γύρω από το έργο του Ρέμπραντ (πιο σωστά Rembrandt, τόσα σύμφωνα μαζεμένα χάνονται στην ελληνική απόδοση) "Night Watch", έναν πίνακα ολόσωμων πορτρέτων, παραγγελία της πολιτοφυλακής του Άμστερνταμ, ενός συμβουλίου πλουσίων και ευγενών της Ολλανδίας, ο οποίος όμως, μέσα από την ματιά του ζωγράφου, είναι η αποκάλυψη της δολοφονίας ένος λογαχού, για την οποία συνομώτησαν οι άντρες της πολιτοφυλακής να παρουσιαστεί ως ένα ατυχές συμβάν, κατά τη διάρκεια ασκήσεων με ντουφέκια.
(Περισσότερη ανάλυση πάνω στον πίνακα, αν και χρειάζεται, δεν θέλω να κάνω, δεν είμαι και ειδικός κιόλας, υπάρχουν κριτικές ολοκλήρωμένες και εμπεριστατωμένες σε άλλες πηγές.)
Όπως είπα επίσης στην αρχή, η ταινία είναι ένα όραμα του σκηνοθέτη Peter Greenaway, ο οποίος επιχείρησε να την φτιάξει, ύστερα από βαθιά μελέτη του έργου του Ρέμπραντ, αλλά σίγουρα κι άλλων ζωγράφων της εποχής, κάτι που ο οποισδήποτε θα διαπίστωνε αν την παρακολουθούσε, είτε είναι μελετητής της Αναγέννησης, είτε θαυμαστής των καλλιτεχνών της, είτε ένας απλός θεατής, που έχεις αντικρύσει έστω και μία φορά έναν αναγεννησιακό πίνακα.
Κι αυτό γιατί, παρακολουθώντας την ταινία, από τα πρώτα της λεπτά καταλαβαίνεις πως δεν βλέπεις μία απλή ταινία, αλλά κάτι διαφορετικό.
Τα πλάνα είναι ολόσωμα, σκοτεινά -έως θεοσκότεινα- ή φωτεινά -έως εκτυφλωτικά-, με ελάχιστα κοντινά, και σε πολλά απ'αυτά οι ηθοποιοί κοιτούν κατευθείαν μέσα στην κάμερα. Τα σκηνικά είναι βγαλμένα μέσα από τα σπίτια του 15ου αιώνα, με τις γωνίες τους κρυμμένες στις σκιές, και τα εξωτερικά πλάνα απεικονίζουν ακριβώς την ίδια ύπαιθρο της κεντρικής Ευρώπης, που απείκονιζαν και οι αναγεννησιακοί πίνακες.
Με λίγα λόγια, ολόκληρη η ταινία είναι σαν να παρακολουθείς μία συλλογή από αναγεννησιακούς πίνακες, που όμως σου λένε μία ιστορία. Ή αλλιώς σαν να παρακολουθείς μία θεατρική παράσταση...
Που ακριβώς αυτό είναι και ο πίνακας του Ρέμπραντ στην τελική. Για πρώτη φορά -όπως πολύ ωραία εξηγείται στο τέλος της ταινίας, μέσα από την συνομιλία του ζωγράφου με έναν κριτικό, τον οποίο υποδύεται ο σκηνοθέτης της ταινίας, δείχνοντας έτσι τον σεβασμό του προς το ίδιο του το όραμα και τον καλλιτέχνη, αλλά και τον θεατή που πολύ πιθανόν να μην γνωρίζει- ο Ρέμπραντ δημιούργησε έναν πίνακα-θεατρική πράξη, μέσα από τον οποίο ήθελε να διηγηθεί όχι απλά μία, αλλά πολλές ιστορίες, ενώ αυτός ο πίνακας προοριζόταν εξ αρχής για έναν πίνακα πορτρέτων, του οποίου ο σκοπός ήταν καθαρά και μόνο να απεικονίσει τα "σεβαστά μέλη του μεγαλύτερου και πιο έμπιστου συμβουλίου της πόλης".
Με λίγα λόγια, ο Ρέμπραντ κατάφερε, μέσα στην άγνοια του, να μας δώσει ίσως τον πρώτο σατιρικό πίνακα, που έχει δει ποτέ η τέχνη της ζωγραφικής.