Μία μικρή ιστορία μου για ένα κορίτσι που μετακομίζει στην Ελλάδα:
- Σπόιλερ:
- Φτάναμε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης μετά από πολλές ώρες ταξιδιού, το αεροπλάνο τώρα προσγειωνόταν. Ένιωθα πολύ κουρασμένη και ζαλισμένη, ανάμεικτα όμως ένιωθα έξαψη και αγωνία.
Η αεροσυνοδός ανακοίνωσε στους επιβάτες, πρώτα στα ελληνικά και έπειτα αγγλικά, ότι τώρα μπορούσαμε να αποβιβαστούμε. Επιτέλους, σκέφτηκα από μέσα μου. Ποτέ δεν ήμουν άνετη στην ιδέα να βρίσκομαι χιλιάδες υψόμετρα πάνω απʼ το έδαφος, ο αέρας δεν είναι σίγουρα το στοιχείο μου. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να κατεβάσουν τις βαριές βαλίτσες που είχαμε μαζί μας. Ακολούθησα και εγώ το παράδειγμα τους παίρνοντας την δική μου κοραλλί βαλίτσα και τραβώντας την από πίσω μου προς την έξοδο του αεροπλάνου. Άκουγα την μητέρα μου να φωνάζει στον αδερφό μου σαστισμένη.
« Δημήτρη παιδί μου πότε θα σηκωθείς απʼ την θέση σου; Άντε ετοιμάσου, πάρε τα πράγματα σου!»
Χα, δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο θέαμα. Ο Δημήτρης, ενώ όλοι οι επιβάτες ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν, αυτός άκουγε μουσική απʼ τα ακουστικά του και κοίταζε αμέριμνος έξω απʼ το παράθυρο τον ουρανό. Είναι υπερβολικά χαλαρός τύπος, ιδιόρρυθμος και, εγώ θα τον περιέγραφα, εντελώς στον κόσμο του.
Είχαμε βγει απʼ το αεροδρόμιο τώρα και ήμασταν στον δρόμο, περιμένοντας κάποιο ταξί να περάσει. Εγώ απʼ την στιγμή που βγήκα απʼ το αεροπλάνο ένιωθα κάπως παράξενα. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν στην Ελλάδα μετά από πολύ καιρό, δεκατρία χρόνια βασικά, αλλά ένιωθα ότι εδώ ήταν το μέρος που άνηκα πάντα. Σαν να ξαναβρήκα ένα κομμάτι του εαυτού μου που είχα χάσει, σαν να ήμουν τώρα πιο πλήρης. Ή είχα ενθουσιαστεί υπερβολικά πολύ για την Ελλάδα ή άρχισα να τρελαίνομαι.
Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε από πάνω σου, έκανε αποπνικτική ζέστη. Όσα χρόνια ζούσα στην Ουάσινγκτον είχα συνηθίσει τον βροχερό καιρό, την έλλειψη ηλιοφάνειας και το βαρύ ντύσιμο. Τώρα ήθελα απλά να βγάλω και να πετάξω από πάνω μου αυτό το πουλόβερ που φορούσα. Η μητέρα μου, κάλεσε ένα ταξί και σε μερικά λεπτά είχε φτάσει μπροστά μας.
«Κύριε να σας βοηθήσω με τις αποσκευές σας;» είπε ο οδηγός ευγενικά αν και δείχνοντας να διασκεδάζει λίγο με τον πατέρα μου που προσπαθούσε να ανεβάσει μία πελώρια βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου.
Μετά από μερική ώρα, είχαμε φτάσει στην πόλη της Αλεξανδρούπολης. Πάλι καλά το αυτοκίνητο είχε κλιματισμό. Κοιτούσα απʼ το παράθυρο απορροφημένη από το κάθε τι που βρισκόταν και γίνονταν έξω. Όλα ήταν τόσο διαφορετικά. Τα κτήρια, ο κόσμος, η κίνηση στους δρόμους. Τόσο ήσυχα και ήπια σε σχέση με τους πολυάσχολους δρόμους της Αμερικής. Τίποτα εκκεντρικό, πουθενά πινακίδες με νέον και τεράστια διαφημιστικά προϊόντων. Και το πράσινο…Παντού όπου και αν κοίταζες υπήρχε έστω και ένα δέντρο. Γλάστρες με λουλούδια σε μπαλκόνια, μικροί κήποι σε αυλές...