Ας εξετασουμε αρχικα το γεγονος της 11.09.01:
- Σπόιλερ:
- 1) Η New York City έχει 11 γράμματα
2) Το Afghanistan έχει 11 γράμματα
3) Το Ramsin Yuseb έχει 11 γράμματα (Ο τρομοκράτης που απείλησε να καταστρέψει τους δίδυμους πύργους το 1993)
4) Ο George W Bush έχει 11 γράμματα
Αυτό θα μπορούσε να είναι μια μόνη σύμπτωση, αλλά αυτό παίρνει ενδιαφέρον:
1) Η Νέα Υόρκη είναι το 11ο κράτος.
2) Το πρώτο αεροπλάνο που συντρίβει ενάντια στους δίδυμους πύργους ήταν αριθμός πτήσης 11.
3) Η πτήση 11 έφερνε 92 επιβάτες. (9 + 2 = 11)
4) Η πτήση 77 που χτύπησε επίσης τους δίδυμους πύργους, έφερνε 65 επιβάτες. (6 + 5 = 11)
5) Η τραγωδία ήταν στις 11 Σεπτεμβρίου, ή 9/11 δεδομένου ότι είναι τώρα γνωστή. (9 + 1+ 1 =11)
6) Η ημερομηνία είναι ίση με τον αριθμό τηλεφώνου 911 υπηρεσιών αμερικανικής έκτακτης ανάγκης.
Καθαρή σύμπτωση.; Διαβάστε επάνω και αποφασίστε σας:
1) Ο συνολικός αριθμός θυμάτων μέσα σε όλα τα αεροπλάνα που ήταν με αεροπειρατές ήταν 254. (2 + 5 + 4 = 11)
2) 11 Σεπτεμβρίου είναι ημέρα αριθμός 254 του ημερολογιακού έτους.
3) Ο βομβαρδισμός της Μαδρίτης πραγματοποιήθηκε στο 3/11/2004. (3 + 1 + 1 + 2 + 4 = 11).
4) Η τραγωδία της Μαδρίτης συνέβη 911 ημέρες μετά από το δίδυμο γεγονός πύργων.
Τώρα αυτό είναι όπου τα πράγματα παίρνουν συνολικά μυστηριώδη:
Το αναγνωρισμένο σύμβολο για τις ΗΠΑ, μετά από τα αστέρια & τις λωρίδες, είναι ο αετός.
Ο ακόλουθος στίχος λαμβάνεται από το Koran, το ισλαμικό ιερό βιβλίο:
«έχει γραφτεί ότι ένας γιος της Αραβίας θα ξυπνούσε έναν τρομακτικό αετό. Η οργή του αετού θα γινόταν αισθητή σε όλα τα εδάφη τουΑλλάχ ενώ μερικοί από τους ανθρώπους έτρεμαν στην απελπισία που εκείνος χαιρόταν: για την οργή του αετού που καθάρισε τα εδάφη τουΑλλάχ και μετά υπήρξε ειρήνη.»
Εκείνος ο στίχος είναι αριθμός 9.11 του Koran.
Μη πεπεισμένος για όλο αυτό ακόμα;
Δοκιμάστε αυτό και δείτε πώς αισθάνεστε κατόπιν, έκανε την τρίχα μου να σταθεί όρθια:
Ανοίξτε ένα έγγραφο του Microsoft Word και κάνετε τα παρακάτω :
1. Πληκτρολογήστε με κεφαλαία γράμματα Q33 ΝΥ. Αυτός είναι ο αριθμός πτήσης του πρώτου αεροπλάνου που χτύπησε τον έναν απότους δίδυμους πύργους.
2. Κάντε bold το Q 33 ΝΥ .
3. Αλλάξτε το μέγεθος της γραμματοσειράς σε 48.
4. Αλλάξτε την γραμματοσειρά στο WINGDINGS
Τι σκέφτεστε τώρα;
- Σπόιλερ:
«Ιστορικά, είναι πολύ αμφίβολο ότι ο Ιησούς υπήρξε. Αλλά και να υπήρξε, το σίγουρο είναι ότι δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα γιʼ αυτόν».
Μπέρτραντ Ράσελ (Βρετανός φιλόσοφος).
Σε έναν πολιτισμό εδραιωμένο πάνω στη Χριστιανική Θρησκεία η άρνηση της ύπαρξης του Ιησού μπορεί να φαίνεται με την πρώτη ματιά ως γελοία ιδέα ή ακόμη και ανόητη. Σε τελευταία ανάλυση περνάει το επιχείρημα ότι η «γενική τάση των λόγιων και επιστημόνων» αποδέχεται ότι υπήρχε ένας ιστορικός Ιησούς, ακόμη και αν δεν υπάρχει συμφωνία για το ποιος πραγματικά ήταν, πότε ακριβώς έζησε, τι έκανε ή τι είπε.
Σήμερα, οι μελετητές της Καινής Διαθήκης οδηγούνται ανάμεσα σε δυο κόσμους, σε έναν όπου ο θεολογικός Ιησούς («ο υιός του Θεού») βρίσκεται στην κεντρική σκηνή – αλλά αυτός ο Ιησούς βέβαια αναγνωρίζεται σαν θέμα πίστεως – και σε έναν άλλον κόσμο, τον «κόσμο του ιστορικού Ιησού».
Μια λεπτομερής και συχνά διεξοδική έρευνα για την ιστορία, τον πολιτισμό και την πολιτική της Παλαιστίνης στη δεύτερη εκκλησιαστική περίοδο δημιουργεί ένα ιστορικά έγκυρο υπόβαθρο. Έναντι αυτού του υπόβαθρου ένα λεπτό κατασκεύασμα του «Ιησού» κάνει τη φασματική του εμφάνιση.
Είναι όμως το ίδιο το ιστορικό πλαίσιο που επιτρέπει σʼ αυτόν τον σωτήρα-φάντασμα να «ζήσει», να «πεθάνει» και να «αναστηθεί» και δια μέσου αυτού να αφήσει την απατηλή του σκιά στην ιστορία.
Είμαστε σίγουροι ότι η Ιερουσαλήμ υπήρχε, όπως και ο Ηρώδης, οι Φαρισαίοι και οι Ρωμαίοι, γιατί όχι και ένας Ιησούς;
Οι επαγγελματίες ιστορικοί δεν είναι απαραίτητα δεσμευμένοι με κάποιο ειδικό ενδιαφέρον για το θέμα του Ιησού – και είναι όλοι καλά πληροφορημένοι για την αμφιλεγόμενη φύση του. Ένας μελετητής που ανακοινώνει ότι πιστεύει ότι δεν υπάρχει ιστορικά κάποιος Ιησούς είναι πιο πιθανόν να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση, ακόμη και τον περίγελο, και λίγα θα κερδίσει από την ειλικρίνειά του.
Έτσι οι περισσότεροι μελετητές, μεγαλωμένοι και εκπαιδευμένοι σε μια χριστιανική κουλτούρα είναι ικανοποιημένοι είτε με το να υποθέτουν ότι ο Ιησούς υπήρξε (και υποκύπτουν στις γνώμες των ειδικών της Βίβλου που συχνά είναι άνθρωποι της πίστεως), είτε ενώ δίνουν την ανεπάρκεια αποδεικτικών στοιχείων για πολλές ιστορικές προσωπικότητες, προλογίζουν την αβεβαιότητά τους με ένα «πιθανόν». Είναι πολύ πιο ασφαλές για αυτούς να διακηρύξουν την «πιθανότητα ενός προσώπου πίσω από το μύθο» ακόμη και όταν αιτιολογούν ότι τα στρώματα του επικαλυμμένου μύθου επισκιάζουν την οποιαδήποτε γνώση για αυτό το πρόσωπο.
Αυτή η «ασφαλής» και άτολμη επιλογή διατηρεί ταυτόχρονα την «ασάφεια» ενός ξυλουργού σε ένα αρχαίο, επαρχιακό, απομονωμένο τόπο («η ανυπαρξία αποδείξεων δεν είναι απόδειξη της ανυπαρξίας») και μια ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση από «θέματα πίστης» τα οποία ανύψωσαν αυτόν τον υποτιθέμενο αφανή γκουρού σε μια εικονική θέση.
Για τη ζωή του Ιησού δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, εκτός των Ευαγγελίων, τα οποία όμως, όπως όλα τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δεν θεωρούνται έγκυρα ιστορικά συγγράμματα.
Η ευρέως διαδεδομένη άποψη είναι ότι τα βιβλία της Αγίας Γραφής είναι «θεόπνευστα», ενώ τα γεγονότα που περιγράφουν είναι απολύτως ακριβή. Η πραγματικότητα απέχει πραγματικά πολύ…
Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν σύμφωνα με μελέτες αρκετά χρόνια μετά τον υποτιθέμενο θάνατο του Χριστού, από περισσότερους από έναν συγγραφείς. Τα πρωτότυπα δεν έχουν διασωθεί, ενώ αρχαιότερο θεωρείται ένα αντίγραφο του 2ου αι. μ.Χ., που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Σε μια εποχή όπου η τυπογραφία αποτελούσε επιστημονική φαντασία, ο μόνος τρόπος εξάπλωσης ενός χειρογράφου ήταν η αντιγραφή του με το χέρι. Μια τέτοια τεχνική γεννούσε πολλά προβλήματα, γιατί εκτός από τα όποια λάθη στη μετάφραση (διαμάχες πάνω στη μετάφραση της Βίβλου συνεχίζονται μέχρι σήμερα), σκόπιμα πολλές φορές ο μοναχός-γραφέας προσέθετε ή αφαιρούσε κομμάτια από το κείμενο, ανάλογα με τις τάσεις του δόγματος που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Αμέτρητα αποσπάσματα από τη Βίβλο αμφισβητούνται ή αποδίδονται σε άλλους συγγραφείς, όπως για παράδειγμα το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε για να τεκμηριώσει το αλάθητο του Πάπα (Κατά Ματθαίον 16,16-19).
Αλλά ακόμα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες υποβαθμίζουν τη σημασία των Ευαγγελίων, αναφέροντας ότι: «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια… αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια… όπως καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους» (μητροπολίτης Ναυπακτίας Ιερόθεος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/4/2006).
Αυτό σημαίνει ότι τίποτα σταθερό (γραπτό) δεν υπάρχει, παρά τις συνεχείς αναφορές σε λόγια που είπαν ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος κλπ. Για κάθε εποχή ισχύει λοιπόν αυτό που επιβάλλει η συγκυρία και εξυπηρετεί τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Έτσι, «η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα αιτήματα κάθε τόπου και κάθε εποχής» (προμετωπίδα θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθήνας) – τουτέστιν ο ορισμός του καιροσκοπισμού.
Ένα ελαττωματικό σενάριο
Αλλά πόσο θα μπορούσε ένας κόσμος θρησκείας να έχει προκύψει από μια ασημότητα που απέτυχε κατά τη διάρκεια της ζωής του να προσεχθεί από κάποιον; Πόσο αξιόπιστο είναι το γεγονός ότι ένας περιπλανώμενος δάσκαλος (ραβί), που δεν έγραψε τίποτα ο ίδιος, επιλαχών σε ένα κόσμο γεμάτο από φακίρηδες, προφήτες και εξορκιστές, θα μπορούσε να μαγεύσει τόσο πολύ ώστε ο απόηχος του να έχει αντήχηση μέσα στους αιώνες;
Ο «μινιμαλιστής» Ιησούς είναι πραγματικά λιγότερο ικανοποιητικός από έναν Ιησού που δεν υπάρχει καθόλου επειδή απαιτεί και μια αναζήτηση αλλού για τις ρίζες της νέας θρησκείας. Και αν οι ρίζες πρόκειται να βρεθούν αλλού, τότε τι ανάγκη υπάρχει για αυτή την ασαφή προσωπικότητα σε κάθε περίπτωση;
Είναι πολύ αμφίβολο για το αν η χριστιανική πίστη θα μπορούσε να είχε χτιστεί πάνω στα θεμέλια ενός ιστορικού Ιησού…ο οποίος ήταν κάτι λίγο περισσότερο από ένα δάσκαλο εφαρμοσμένης φιλοσοφίας.
-J. Macquarrie (An Existential Theology, p 23)
Αν συμφωνήσουμε ότι ένας περιπατητικός, ραβινικός ριζοσπάστης ονόματι Ιησούς, απαρατήρητος από τις καταγραφές της ιστορίας, δεν είναι μη αληθοφανής τότε με την ίδια λογική ούτε πολλοί τέτοιοι Ιησούδες δεν είναι αβάσιμοι.
Ποιον από αυτούς θα εκλέγαμε ως τη βάση για τη χριστιανική πίστη ως τον «μοναδικό γεννηθέντα υιό» του Θεού; Αν θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από αυτούς τότε δεν είναι κανείς από αυτούς.
Είτε ο Ιησούς Χριστός ήταν μια θεότητα που επέλεξε να θαμπώσει χιλιάδες αλλά να μην αφήσει κανένα ίχνος, που κατάφερε να επηρεάσει – όχι τους Ιουδαίους – αλλά μια μικρή χούφτα μυστηριωδών οπαδών των οποίων οι διάδοχοι γρήγορα διασπάστηκαν σε πολυάριθμες αντιμαχόμενες φατρίες, είτε ο Ιησούς Χριστός ήταν το κατασκεύασμα ανθρώπινων μυαλών, ένα κατασκεύασμα που προδίδεται ανά πάσα στιγμή από την αντίφαση και την παράλειψη.
Σωτηρία από αιτία
Από ειρωνεία τύχης, ήταν η εργασία ενός αριθμού αδογμάτιστων θεολόγων παρά φιλελεύθερων στοχαστών αυτή που προκάλεσε τη πρώτη διάσπαση για αυτό το λαμπρό κατασκεύασμα τον Ιησού, Υιό του Θεού, Σωτήρα του Κόσμου.
Η πρώτη πρόκληση για την «εκλαμβανόμενη σοφία» της Εκκλησίας έγινε κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Μετασχηματισμού, η οποία έδωσε νομιμότητα στην κριτική για το Παπικό σύστημα. Έχοντας αφήσει να ξεχυθεί η πλημμύρα, όλες οι θρησκευτικές αρχές και η ίδια η Βίβλος τέθηκαν υπό αμφισβήτηση και ο Προτεσταντισμός εμφανίστηκε σε μυριάδες διαφορετικές σέκτες. Όμως μετά από χίλια χρόνια επιβεβλημένης άγνοιας από την Εκκλησία, οι «λόγιοι» δεν είχαν παρά ένα μικρό απόθεμα της πραγματικής γνώσης. Όπως οι αργόμισθοι κληρικοί, αυτοί οι μελετητές πάσχισαν να χρησιμοποιήσουν τα εκ νέου ανακαλυπτόμενα εργαλεία της λογικής για να υπερασπίσουν τα δόγματα του Χριστιανισμού, είτε του Ρωμαιοκαθολικισμού, είτε των νέων «αγνών» μετασχηματισμένων ποικιλιών.
Όμως μετά από δύο αιώνες, καθώς ο Διαφωτισμός εκτυλισσόταν, διάφοροι γενναίοι θεολόγοι άρχισαν να εφιστούν την προσοχή στα προφανή λάθη και δυσαρμονίες στα αποδεκτά ευαγγέλια. Γιατί, ρωτούσαν, η Καινή Διαθήκη σιωπούσε όσον αφορά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του Ιησού; Γιατί ο Παύλος δεν είπε σχεδόν τίποτα για τη ζωή του Ιησού;
Κατά τη διάρκεια της Αμερικάνικης και της Γαλλικής Επανάστασης οι ελεύθεροι στοχαστές πήγαν ακόμη παραπέρα, αμφισβητώντας την ειλικρίνεια ολόκληρης της Βίβλου και καταγγέλλοντας τον Χριστιανισμό ως πλαστή δεισιδαιμονία και όργανο καταδυνάστευσης. Μια νέα μινιμαλιστική πίστη γεννήθηκε, ο «θεϊσμός», στον οποίο ένας θεός δημιουργός δεν έπαιζε κανένα άμεσο ρόλο στις υποθέσεις των ανθρώπων.
Ιστορική κριτική
Στον αιώνα που ακολούθησε, μια ριζοσπαστική μειονότητα – ειδικότερα οι σπουδαστές της σχολής Tübingen στη Γερμανία στα μέσα του 19ου αιώνα με αρχές του 20ου αιώνα – συνέχισαν να διαδίδουν την περίπτωση ότι ο Χριστιανικός Κύριος και Σωτήρας ήταν ένα ευσεβές κατασκεύασμα, κι ότι όλη η «ζωή» του, η δίκη και η σταύρωσή του ήταν μια απομίμηση εδαφίων από την Ιουδαϊκή Βίβλο.
Για αυτούς που κοίταξαν πέρα από την παρωπιδική όραση του Χριστιανισμού ήταν πολύ προφανές ότι το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του Ιησού είχε αντιστοιχίες σε πολύ παλαιότερους μύθους, οι οποίοι είχαν πανομοιότυπους κύριους και δευτερεύοντες χαρακτήρες, ίδιες πλοκές και ίδιο ηθικό σκοπό. Ο Χριστιανισμός, ήταν σαφές, δεν είχε πέσει από τον ουρανό αλλά ήταν ένα προϊόν φτιαγμένο από ανθρώπους.
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ο ορθολογισμός, η αρχαιολογία και οι νέες τεχνικές επιστημονικής έρευνας επέβαλαν περιορισμούς πάνω στους υπέρμαχους της πίστης, παρά τα περιοδικά ξεσπάσματα θρησκευτικού ζήλου. Για να συμβιβάσουν τις συσσωρευμένες και αναμφισβήτητες αποδείξεις του λάθους της Βίβλου, ποικίλες «ζωές» του Ιησού εμφανίστηκαν και πολλαπλασιάστηκαν όπως τα φύκια σε μια ηλιόλουστη λίμνη.
Η «επικρατούσα τάξη» των μελετητών της Καινής Διαθήκης, πολλοί από τους οποίους ήσαν αφοσιωμένοι Χριστιανοί, είχαν βρει ένα καινούριο σπίτι. Ένας μυστηριώδης «Ιησούς της ιστορίας» πιστεύεται τώρα να έχει υπάρξει κάτω από τα αναγνωρισμένα συσσωρευμένα στρώματα του –βασισμένου στην πίστη– κατασκευάσματος.
Έντρομοι να παραδεχτούν ότι και η πίστη και οι καριέρες τους χτίστηκαν πάνω σε μια παρανόηση μνημειωδών διαστάσεων, εικάζουν με οποιοδήποτε αριθμό ευφάνταστων ιδεών –ένας ριζοσπάστης ραβίνος Ιησούς, ένας μεσογειακός χωρικός Ιησούς, ένας Ιησούς με γυναίκα και οικογένεια, ένας Ιησούς που ταξίδεψε στην Αγγλία, την Ινδία ή την Ιαπωνία, ένας Στωικός ή Κυνικός φιλόσοφος Ιησούς, ένας Ιησούς για όλες τις εποχές και για όλα τα γούστα. Εκατό ή περισσότερες ενδεχόμενες «βιογραφίες» για τον θεάνθρωπο ανταγωνίζονται μεταξύ τους, καθεμιά να αποσκοπεί στην αποφυγή της προφανής αλήθειας ότι καμιά γνήσια πραγματικότητα δεν στηρίζει το θρησκευτικό μύθο.
Το Τέλος των Ημερών
Στον 21ο αιώνα αντιμετωπίζουμε το παράδοξο ότι αν και το ξεσκέπασμα της βιβλικής απάτης έχει προχωρήσει τόσο μακριά από όσο ποτέ πριν άλλοτε, η παγκόσμια γεωπολιτική χρηματοδοτεί και ενθαρρύνει μια θορυβώδη επαναδιατύπωση του βιβλικού φονταμενταλισμού και αλάθητου, ένας χείμαρρος παραπληροφόρησης, η ποσότητα της οποίας μπορεί να είναι συντριπτική.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ούτε τον χρόνο ούτε την τάση να ερευνήσουν διεξοδικά τη ποσότητα των στοιχείων και επιχειρημάτων. Οι Χριστιανοί απολογητές είναι πάντα έτοιμοι να καταγγείλουν ένα «Χριστο-μυθιστή» (κάποιον που υποστηρίζει ότι ο Ιησούς είναι μύθος) ως έναν απομονωμένο μονομανή που ζει στα πρόθυρα της πνευματικής διαύγειας, ανάξιο σοβαρής προσοχής. Η τραχιά εχθρότητά τους όμως κρύβει τον φόβο ότι η πτώση του υπερήρωά τους μπορεί να μην είναι μακριά. Και αυτό που δεν μπορούν να αρνηθούν ή να καταστείλουν πια είναι το γεγονός ότι η αποκάλυψη του «Ιησού Χριστού» για το προϊόν μυθεύματος το οποίο αποτελεί, έχει ενστερνιστεί και επιβεβαιωθεί από ένα συνεχές ρεύμα ταλαντούχων μελετητών σε όλες τις χώρες.
Οι «καταπληκτικές» ομοιότητες της ζωής του Ιησού με προγενέστερες θεότητες
Ο χριστιανισμός, όπως όλες οι ανθρώπινες θρησκείες, επηρεάστηκε από παλαιότερες και σύγχρονές του θρησκείες και φιλοσοφίες.
Υπάρχουν τουλάχιστον 15 θρησκείες, στις οποίες όλως τυχαίως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ενδεικτικά:
Στη θρησκεία των αρχαίων Αιγυπτίων, που χρονολογείται από το 3000 π.Χ., κεντρική είναι η φιγούρα του θεού-ήλιου Χόρους. Αυτός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου από την παρθένο Ίσιδα, ενώ η γέννησή του συνοδεύτηκε από την εμφάνιση ενός άστρου από την ανατολή, το οποίο ακολούθησαν τρεις μάγοι για να φτάσουν στο σημείο της γέννησης και να του φέρουν δώρα. Στην ηλικία των 12 ήταν παιδί δάσκαλος, ενώ μόλις συμπλήρωσε τα 30 ξεκίνησε τη βασιλεία του, αφού πρώτα βαπτίστηκε από κάποιον Ανάπ. Στα ταξίδια του συνοδευόταν από 12 μαθητές και έκανε πολλά θαύματα, όπως θεραπεία αρρώστων και περπάτημα στο νερό. Κάποια από τα πολλά ονόματα με τα οποία τον προσφωνούσαν ήταν «ο γιος του θεού», «καλός ποιμένας», «αμνός του θεού», «η αλήθεια», «το φως» και πολλά άλλα… Αφού προδόθηκε από τον Τυφώνα, ο Χόρους σταυρώθηκε, θάφτηκε για 3 μέρες και αναστήθηκε!
Ο Άττις στη Φρυγία, γεννήθηκε από την παρθένα Κυβέλη στις 25 Δεκεμβρίου. Σταυρώθηκε, θάφτηκε σε τάφο και αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες.
Στην Ινδία ο Κρίσνα γεννήθηκε από την παρθένα Ντεβάκι, με ένα άστρο στην ανατολή να σηματοδοτεί τον ερχομό του.
Στην Περσία ο Μίθρα γεννήθηκε από παρθένο, σε μία σπηλιά στις 25 Δεκεμβρίου, και αμέσως δέχτηκε δώρα από τρεις βοσκούς. Είχε 12 μαθητές και έκανε πολλά θαύματα, ενώ μετά το θάνατό του θάφτηκε για τρεις ημέρες και έπειτα αναστήθηκε. Η επιγραφή «Όποιος δεν φάει το σώμα μου και δεν πιει το αίμα μου, ώστε να γίνει ένα μαζί μου κι εγώ ένα με αυτόν, δεν θα γνωρίσει τη σωτηρία» βρέθηκε σε ένα ιερό του…
Στην Ελλάδα είναι γνωστή η ιστορία του Διόνυσου, που γεννήθηκε από την παρθένο Σεμέλη στις 25 Δεκεμβρίου. Κάποιες από τις προσφωνήσεις του ήταν «βασιλεύς των βασιλέων», «ο μονογενής υιός του θεού», «το άλφα και το ωμέγα», «θεός Κύριος γεννηθείς εκ θεού» και πολλά άλλα. Ήταν δάσκαλος και ταξίδευε κάνοντας θαύματα, όπως η μετατροπή του νερού σε κρασί. Μετά το θάνατό του (και αυτός) αναστήθηκε.
Ακόμα, υπάρχουν αναφορές ότι ο Πυθαγόρας μπορούσε να καταλαγιάζει τα νερά των λιμνών και ποταμών, ώστε να περνούν οι μαθητές του και ότι ο Εμπεδοκλής είχε αναστήσει μια γυναίκα που ήταν πεθαμένη για 30 ημέρες!
Οι ιστορικές πηγές
Παρʼ ότι την εποχή που υποτίθεται ότι έζησε ο Ιησούς, αλλά και την αμέσως μετά αυτής, υπήρχαν τουλάχιστον 40 γνωστοί ιστορικοί και συγγραφείς (μεταξύ των οποίων ο Πλούταρχος, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, ο Αρριανός, ο Παυσανίας, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς κ.ά.), εν τούτοις κανένας απʼ αυτούς δεν τον μνημόνευσε.
Οι λιγοστές πληροφορίες από εξωβιβλικές πηγές, όπως τα έργα των Σουητώνιου, Ιώσηπου και Τάκιτου ή το Ταλμούδ, δεν είναι σύγχρονες του Ιησού και αναφέρονται έμμεσα σʼ αυτόν, χωρίς να δίνουν αξιόλογες πληροφορίες, κυρίως όμως, θεωρούνται πολύ αμφίβολης εγκυρότητας. Καταρχάς, ο Φίλων ο Αλεξανδρινός (Philo Alexandrinus, ~20 π.Χ.- 54 μ.Χ.), Εβραίος φιλόσοφος με θαυμασμό προς τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος είχε ενεργό ρόλο εκπροσώπησης των Εβραίων στη Ρώμη, έγραψε σημαντικά ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Ιησού και τη διδασκαλία του, ενώ περιγράφει στα έργα του μέχρι και ασήμαντες λεπτομέρειες από τη ζωή των Ιουδαίων της εποχής του. Ο διακεκριμένος στωικός φιλόσοφος Σενέκας που έζησε τον 1ο χριστιανικό αιώνα, αν και εκφράζει στα έργα του φιλοσοφικές απόψεις που δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές του χριστιανισμού και γιʼ αυτό επαινείται από τους πατέρες Τερτυλλιανό και Ιερώνυμο, δεν κάνει στα έργα του καμία αναφορά στον Ιησού και στους χριστιανούς, παρότι σχολιάζει επιπτώσεις στην πολιτική της Ρώμης από διάφορα σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα της εποχής. Γιʼ αυτό πιθανολογείται ότι, αυτό που καθιερώθηκε αργότερα ως «χριστιανική διδασκαλία», έχει εμπλουτιστεί, μεταξύ άλλων, με υλικό από τη φιλοσοφία του Σενέκα και όχι ότι ο Σενέκας απηχεί τις, έτσι κι αλλιώς ακόμα αδιαμόρφωτες, χριστιανικές απόψεις.
Ο Ιώσηπος Φλάβιος (Josephus Flavius, 37-100 μ.Χ.), στρατιωτικός και ιστορικός με αριστοκρατική καταγωγή και θρησκευτική μόρφωση, έζησε στην Παλαιστίνη και αιχμαλωτίστηκε (67 μ.Χ.) από τους Ρωμαίους στον ιουδαϊκό πόλεμο που κατέληξε στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) Στα βιβλία του «Πόλεμος των Ιουδαίων» και «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» περιγράφει ο Ιώσηπος με λεπτομέρειες διάφορα περιστατικά από την απώτερη και πρόσφατη ιστορία του λαού του, αναφέρεται σε διάφορες εβραϊκές αιρέσεις κτλ., δεν κάνει όμως καμιά αναφορά σε χριστιανούς. Σε κάποιο σημείο των «Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων» αναφέρεται όμως απρόσμενα και μάλλον επαινετικά στη δραστηριότητα και τα θαύματα του Ιησού, τον οποίο αποκαλεί «μεσσία». Ο Ιησούς αναφέρεται σε μία μόνο παράγραφο ως εξής (Flavium Testamentum):
Περίπου εκείνη την εποχή ζούσε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν κάποιος μπορεί να τον πει άνθρωπο, καθώς είχε πετύχει θαυμαστά κατορθώματα και ήταν ο δάσκαλος πολλών ανθρώπων που διψούσαν για καινοτομίες. Πήρε με το μέρος του πολλούς από τους Εβραίους, αλλά και πολλούς από τους Έλληνες. Ήταν ο Μεσσίας. Όταν ο Πιλάτος τον καταδίκασε στον σταυρό, μετά από κατηγορία των αρχών μας (των Ιουδαίων), αυτοί που τον αγάπησαν από την αρχή δεν σταμάτησαν να είναι προσκολλημένοι σʼ αυτόν. Την τρίτη ημέρα εμφανίσθηκε σʼ αυτούς επανερχόμενος στη ζωή, καθώς οι ιερές προφητείες είχαν προείπει γιʼ αυτό και για μυριάδες άλλα θαυμαστά πράγματα που αφορούσαν αυτόν. Και η φυλή (ομάδα) των χριστιανών, όπως ονομάσθηκαν μετά απʼ αυτόν, δεν έχει εξαφανισθεί μέχρι σήμερα.
Ωστόσο, η παραπάνω παράγραφος θεωρείται ως μεταγενέστερη προσθήκη που έγινε κατά την αντιγραφή του έργου του, επειδή:
1. Η παραπάνω παράγραφος είναι άγνωστη (δεν αναφέρεται) από κανέναν χριστιανό απολογητή του 2ου αιώνα μ.Χ. (Τερτυλλιανός, Ωριγένης, Ιουστίνος), ενώ αναφέρεται για πρώτη φορά από τον χριστιανό απολογητή, πατέρα της εκκλησιαστικής ιστορίας, Ευσέβιο Καισαρείας τον 3ο αιώνα μ.α.χ.χ. Έτσι, η «παρεμβολή» αυτής της παραγράφου τοποθετείται μεταξύ 2ου – 3ου αιώνα μ.Χ. (για την ακρίβεια πιστεύεται ότι την έκανε ο Ευσέβιος).
2. Ο χριστιανός απολογητής Ωριγένης (3ος αιώνας), πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας, κατηγορεί σε κείμενό του τον Ιώσηπο ότι δεν δέχεται πως ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος μεσσίας της ιουδαϊκής θρησκείας, αν και στην εξεταζόμενη παράγραφο υπάρχει η φράση «Ήταν ο Μεσσίας» («Κατά Κέλσου», Ι,47). Αντίθετα, ο Ευσέβιος που έζησε τον 4ο αιώνα, θεωρεί δεδομένη την αναφορά του Ιώσηπου στον Ιησού ως μεσσία. Έτσι συμπεραίνεται ότι η προσθήκη στα γραπτά του Ιώσηπου έγινε εκείνο το χρονικό διάστημα.
3. Ο Ιώσηπος ήταν περιγραφικότατος για τις υπόλοιπες και μάλιστα ασήμαντες προσωπικότητες της εποχής που περιγράφει στο έργο του και για τον λεγόμενο Ιησού αφιερώνει μία μόνον παράγραφο.
4. Ο Ιώσηπος ήταν φαρισαίος. Ένας φαρισαίος δεν ήταν δυνατόν να αναγνωρίσει σʼ έναν άνθρωπο, που καταδικάσθηκε για παράβαση του Μωσαϊκού Νόμου, τον Μεσσία.
5. Η θέση της παραγράφου στο κείμενο δεν είναι σίγουρη. Ο Ευσέβιος Καισαρείας («Εκκλησιαστική Ιστορία», ΙΙ, vi) την τοποθετεί πριν τις σημειώσεις του Ιώσηπου που αφορούν τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ σήμερα αυτή η παράγραφος είναι μετά απʼ αυτές τις σημειώσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι επιφανείς χριστιανοί απολογητές (όπως ο καθηγητής Αγουρίδης) ΔΕΝ δέχονται την παραπάνω παράγραφο ως ιστορική απόδειξη, καθώς είναι πασιφανέστατη η πλαστότητά της.
Μία δεύτερη παράγραφος (και τελευταία) που υπάρχει στο ίδιο έργο του Ιώσηπου και μπορεί να σχετίζεται με το θέμα (βιβλίο 20, κεφ. 8), είναι:
…έτσι αυτός (ο Άννας, γιος του Άννα του ανωτάτου ιερέα) κάλεσε το δικαστήριο των Σανχεντρίν και έφερε ενώπιον του τον αδελφό τού Ιησού, που λεγόταν Χριστός και του οποίου το όνομα ήταν Ιάκωβος και μερικούς άλλους (ή κάποιους από τους συντρόφους του) και όταν κατασκεύασε κάποια κατηγορία εναντίον τους, του παρέδωσε προς λιθοβολισμό.
Και αυτή η παράγραφος θεωρείται ως μεταγενέστερη προσθήκη, αλλά πολύ πιο πριν από την πρώτη παράγραφο, καθώς σʼ αυτήν αναφέρεται ο Ωριγένης, ενώ στην πρώτη και σημαντικότερη όχι, επειδή:
1. Δεν αναφέρονται τα ονόματα των υπολοίπων που υποτίθεται εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο (θυμηθείτε ότι ο Ιώσηπος είναι λεπτομερέστατος στο έργο του). Γενικά η παράγραφος δείχνει να είναι «γραμμένη στο πόδι και φευγαλέα».
2. Από μόνη της, η παράγραφος δεν στέκεται, καθώς η ιστορική αναφορά σʼ ένα σημαντικό πρόσωπο είναι πάντοτε ευθεία κι όχι έμμεση. Φαντασθείτε για παράδειγμα, ένας ιστορικός να έκανε αναφορά όχι άμεσα στον Ναπολέοντα, αλλά έμμεσα μέσω της Ιωσηφίνας. Έτσι, η απόρριψη της πρώτης παραγράφου, οδηγεί αναγκαστικά και στην απόρριψη αυτής.
Ενισχυτικός παράγοντας είναι το γεγονός πως ο Ιώσηπος δεν είχε βαπτιστεί ποτέ Χριστιανός, ενώ αν πράγματι πίστευε όλα τα προαναφερθέντα θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει προσχωρήσει στη νέα αυτή πίστη. Είναι πάντως αλήθεια ότι ο Ιώσηπος αναφέρει πως την εποχή του δρούσαν στην Ιουδαία μια σειρά από υποψήφιους Μεσσίες, κάποιος από τους οποίους πιθανόν να αποτέλεσε τη βάση για την κατασκευή της χριστιανικής μυθολογίας…
Ο ιστορικός Κορνήλιος Τάκιτος (Publius Cornelius Tacitus, ~56-115/120), για τον οποίο υπάρχουν μόνο διάσπαρτες πληροφορίες, αναφέρεται στο βιβλίο του «Χρονικά» με εχθρικό ύφος στους χριστιανούς, πράγμα που σημαίνει ότι κατά το δεύτερο χριστιανικό αιώνα είχαν ήδη συγκροτηθεί και ήταν υπολογίσιμες οι ομάδες οπαδών του χριστιανισμού, οι οποίοι διαμόρφωσαν σταδιακά και την ιστορία του Ιησού. Τα κείμενα του Τάκιτου που γνωρίζουμε σήμερα, είναι αντίγραφα που έγιναν από μοναχούς, στο διάστημα 9ος-11ος αιώνας μ.Χ. και από τα συγγράμματα αυτά λείπει η εξιστόρηση των γεγονότων της περιόδου από το έτος 28 μέχρι το έτος 34 μ.Χ., δηλαδή μιας πολύ σημαντικής περιόδου για το χριστιανισμό. Άρα, δεν είναι διαθέσιμη κάποια έγκυρη έκδοση αυτών των κειμένων. Πιθανόν μέρος των χειρογράφων του Τάκιτου να είχε καταστραφεί ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, επειδή οι περιγραφές του δεν ταίριαζαν στις μυθοπλασίες που διαμορφώθηκαν στα πλαίσια της συγκροτούμενης θρησκείας.
Η αναφορά που γίνεται στα «Χρονικά» (15.44) είναι η εξής:
…το όνομά τους (των χριστιανών) προέκυψε από τον Χριστό, ο οποίος επί βασιλείας Τιβέριου, θανατώθηκε με καταδικαστική απόφαση του Έπαρχου Πόντιου Πιλάτου.
Ο Τάκιτος συνέγραφε τα χρονικά του ανατρέχοντας στα ρωμαϊκά αρχεία. Έτσι, αυτή η παράγραφος θεωρείται ως μεταγενέστερη προσθήκη, επειδή:
1. Στα ρωμαϊκά αρχεία, αν αναφερόταν ο λεγόμενος Χριστός, αποκλείεται να αναφερόταν σαν Χριστός, τίτλο που του έδωσαν οι οπαδοί του, αλλά θα αναφερόταν με το όνομά του.
2. Επίσης στα ρωμαϊκά αρχεία, ο Πόντιος Πιλάτος θα εμφανιζόταν με το αξίωμα που πράγματι είχε, «Νομάρχης». Και όχι μʼ ένα αξίωμα που δεν είχε, «Έπαρχος».
Επόμενη «αξιόλογη αναφορά» ανευρίσκεται στον Σουητώνιο, στο έργο «Οι ζωές των Καισάρων», στο βιβλίο «Κλαύδιος» (5.25.4):
Από τη στιγμή που οι Εβραίοι, σε σταθερή βάση, δημιουργούσαν ταραχές υποκινούμενες από τον Χρηστό (Chrestus) τους έδιωξε από την Ρώμη.
Η παράγραφος αυτή είναι γνήσια, αλλά δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη του λεγόμενου Χριστού, επειδή:
1. Ο Σουητώνιος αναφέρεται σε κάποιον Χρηστό (Chrestus) και όχι Χριστό, υπονοώντας ότι υπήρχε κάποιος ονόματι Χρηστός που ξεσήκωνε τους Εβραίους στη Ρώμη.
Ο Σουητώνιος (Gaius Tranquillus Suetonius, 75-160) που ήταν σύγχρονος του Τάκιτου, περιγράφει διωγμούς χριστιανών από τον Νέρωνα και τους αναφέρει περιφρονητικά ως «είδος ανθρώπων που είχαν προσηλωθεί σε κάποια καινούργια και βδελυρή δεισιδαιμονία». Η αναφορά στις «υποκινούμενες ταραχές από τον Χρηστό», δεν αποτελεί βέβαια μαρτυρία για την ιστορική παρουσία, του Ιησού αλλά καταγραφή πληροφοριών. Το γεγονός όμως ότι ο άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και γραμματικής Σουητώνιος έγραψε Χρηστός (που ήταν τότε όνομα δούλων, χρήσιμος, καλός) αντί του Χριστός (χρισμένος), έχει δώσει λαβή σε υποψίες ότι αυτή η φράση προστέθηκε μεταγενέστερα από ανθρώπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού με ελλιπή παιδεία.
2. Αν και ο Σουητώνιος αναφέρεται σε Εβραίους, ωστόσο ακόμα και να αναφέρεται στους χριστιανούς της Ρώμης, αυτό δεν αποτελεί απόδειξη της ύπαρξης του λεγόμενου Χριστού. Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν χριστιανοί στη Ρώμη.
Το Ταλμούδ αναφέρεται στον Ιησού σε κεφάλαιο που γράφτηκε τον 3ο αιώνα, τον ονομάζει όμως τις πιο πολλές φορές Μπεν Σταντά (Ben Stada) ή Μπεν Παντιρά (Ben Pandera) και τον συνδέει με πρόσωπα και περιστατικά που συνέβησαν περίπου 100 χρόνια πριν από αυτά που αναφέρονται στα Ευαγγέλια.
Πέρα από το γεγονός ότι τόσο το Παλαιστινιακό, όσο και το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ άρχισαν να γράφονται μετά τον 2ο αιώνα μ.Χ. και ολοκληρώθηκαν μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ., τα ονόματα Ιησούς (Jeshu), που βρίσκουμε σʼ αυτά, αναφέρονται ως Ben Pandera και Ben Stada και αντιστοιχούν στον Janneus, τον Σαδδουκαίο βασιλιά της Ιουδαίας, που βασίλευσε μεταξύ 106 – 79 π.Χ. και στον Simeon Ben Shetach, που έζησε το 90 π.Χ.
Την εποχή που γράφτηκε αυτό το μέρος του Ταλμούδ υπήρχε όμως ήδη εξάπλωση του Χριστιανισμού και γιʼ αυτό είναι ανεξήγητη η αντίφαση. Πιθανολογείται λοιπόν ότι στο Ταλμούδ καταγράφηκαν όχι οι «επίσημες» χριστιανικές απόψεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα, αλλά εκείνες κάποιας από τις πολλές χριστιανικές κοινότητες που είχαν δημιουργηθεί στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Τα Ταλμούδ δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης πηγή και ελάχιστη σχέση μπορεί να έχουν με τον υποτιθέμενο Χριστό (πάντως η αγωνία των χριστιανών να αποδείξουν την ύπαρξη του λεγόμενου Χριστού είναι αξιοσημείωτη, καθώς καταφεύγουν ακόμα και σε γραπτά των «αγαπημένων» τους Εβραίων).
Αναφορές στον Ιησού γίνονται σε επιστολή ενός Πούπλιου Λέντουλου (Publius Lentulus) που αναφέρεται σε μεταγενέστερα κείμενα ως Ρωμαίος στρατιωτικός διοικητής στην Ιερουσαλήμ. Η επιστολή αποτελεί αναφορά προς τη Γερουσία της Ρώμης και στον Τιβέριο που ήταν αυτοκράτωρ στα έτη 14-37 μ.Χ. και περιλαμβάνει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Ιησού, όπως το μέτριο ανάστημά του («statura procerus, mediocris et spectabilis»), το χρώμα των μαλλιών του κ.ά. Η επιστολή αυτή εμφανίστηκε πρώτη φορά κατά το 13ο αιώνα στη Ρώμη ως ανακαλυφθείσα ανάμεσα σε διάφορα χειρόγραφα και φυσικά αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Ήδη το γεγονός ότι αναφέρονται στο κείμενό της χαρακτηρισμοί, όπως «προφήτης της αλήθειας», «υιός του θεού» και «Ιησούς Χριστός» δείχνουν ότι πρόκειται για αυθαίρετη κατασκευή, δεδομένου ότι οι δύο πρώτοι όροι προέρχονται από την εβραϊκή θρησκεία και δεν είχε λόγο να τους χρησιμοποιεί ένας Ρωμαίος αξιωματικός, η δε ονομασία Χριστός για τον Ιησού είναι ιστορικά μεταγενέστερη και δεν είναι δυνατόν να είχε χρησιμοποιηθεί σε ανύποπτο χρόνο. Η σύγχρονη «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρει ότι Ρωμαίος διοικητής με τέτοιο όνομα δεν υπήρξε ποτέ στην Ιουδαία και δέχεται ότι η επιστολή αυτή είναι χαλκευμένη.
Οι υπόλοιπες αναφορές, που ακολουθούν, δεν θεωρούνται αξιόλογες, ωστόσο αναφέρονται μερικές προς ενημέρωση:
1. Thallus, ένας απελεύθερος Σαμαρείτης επί αυτοκράτορος Τιβέριου έγραψε την Ιστορία της Ελλάδος και της Ασίας περί το 52 μ.α.χ.χ. Σʼ αυτό το έργο του αναφέρει και μια έκλειψη ηλίου. Το έργο του δεν έχει διασωθεί. Το 221 μ.Χ., ένας χριστιανός συγγραφέας, ο Sextus Julius Africanus έγραψε ότι «ο Thallus στο τρίτο του βιβλίο εξήγησε το σκοτάδι (μετά την σταύρωση του Ιησού) σαν μια έκλειψη ηλίου».
Δεν αναφέρει όμως το όνομα του λεγόμενου Ιησού και ταυτόχρονα δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης, ούτε ανεξάρτητη πηγή.
2. Mara Bar-Serapion, έγραψε περίπου το 73 μ.Χ.: «Τί κέρδισαν οι Εβραίοι σταυρώνοντας τον σοφό βασιλιά τους; …Έζησε σύμφωνα με την διδασκαλία του». Δεν αναφέρει το όνομα του λεγόμενου Ιησού και ταυτόχρονα δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης πηγή.
3. Gaius Plinius Caecilius Secundus (Pliny the Younger) έγραψε το 112 μ.Χ., ότι οι χριστιανοί τραγουδούσαν «έναν ύμνο στο Χριστό σαν σε θεό».Δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης πηγή.
4. Lucian έγραψε το 175 μ.Χ. για «τον άνδρα που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη, επειδή παρουσίασε μια νέα λατρεία στον κόσμο». Δεν αναφέρει το όνομα του λεγόμενου Ιησού και ταυτόχρονα δεν είναι ούτε σύγχρονη, ούτε αυτόπτης πηγή.
5. Μια επιστολή προς τον Αυτοκράτορα Τραϊανό, του Ρωμαίου Κυβερνήτη της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας, Πλινίου του Νεωτέρου (62-113 Κ.Ε.), που την έγραψε το 107 μ.Χ.
6. Λουκιανός (γεννήθηκε περίπου το 120 μ.Χ.). Στο έργο του «περί Πελεγρίνου τελευτής», αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο, αν και πεθαμένο πριν από πολύ καιρό, και το αποκαλεί «εσταυρωμένο σοφιστή», «άνθρωπο εν Παλαιστίνη σταυρωθέντα», «μέγαν νομοθέτη των Χριστιανών». Ο Λουκιανός, πέραν του ότι είναι μεταγενέστερος, δεν αναφέρει το όνομα Ιησούς ή Χριστός, ενώ προ Ιησού υπήρξαν πάνω από 10 εσταυρωμένοι «σωτήρες».
Πέρα από αυτές τις (αμφιλεγόμενες) αναφορές, δεν υπάρχει κάποια ιστορική περιγραφή της ζωής του Ιησού.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορική πηγή, είναι το έργο «Κατά Γαλιλαίων», που συνέγραψε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, λίγο καιρό πριν από τον αιφνίδιο θάνατό του. Ενδιαφέρον έχει να δούμε πώς ξεκινάει το βιβλίο, λαμβάνοντας πάντα υπʼ όψη ότι δεν διασώζεται όλο το έργο του Ιουλιανού και αυτό που σώζεται έχει εξαχθεί μέσα από το έργο χριστιανού απολογητή, οπότε δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ακριβή σύνταξη των προτάσεων, όπως τις είχε γράψει ο ίδιος ο Ιουλιανός. Βέβαια, μπορούμε με αρκετή ασφάλεια να δεχθούμε το περιεχόμενο, όπως μας μεταφέρεται, ιδιαίτερα σε σημεία τα οποία είναι άκρως καυστικά εναντίων των χριστιανών (Γαλιλαίων σύμφωνα με τον Ιουλιανό). Αξίζει να σημειωθεί ότι το «απολογητικό» έργο, μέσα απʼ το οποίο έχει εξαχθεί το «Κατά Γαλιλαίων», γράφτηκε από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Κύριλλο, ο οποίος και ανακατέταξε (δηλαδή έκοψε και έραψε) το αρχικό κείμενο καταπώς τον διευκόλυνε και επιπλέον απάλειψε, όπως είπε και ο ίδιος, χωρία που τα θεώρησε υβριστικά.
Ο «Κατά Γαλιλαίων» λόγος του Ιουλιανού, ξεκινά ως εξής:
Μου φαίνεται σωστό να εκθέσω σε όλους τους ανθρώπους τους λόγους για τους οποίους πείστηκα ότι η σκευωρία των Χριστιανών είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, το οποίο συντέθηκε από κακουργία. Δεν έχει τίποτα το θεόπνευστο, αλλά επειδή εκμεταλλεύεται πέρα για πέρα εκείνο το κομμάτι της ψυχής, που αρέσκεται στους μύθους και που είναι παιδαριώδες και ανόητο, κατάφερε να μετατρέψει τερατώδεις αφηγήσεις σε πίστη της αλήθειας.
Και συνεχίζει…
…Κι ο Ιησούς που πήρε με το μέρος του τους πιο άχρηστους από τους Εβραίους, είναι ονομαστός πάνω από τριακόσια χρόνια τώρα, χωρίς να έχει κάνει τίποτα το αξιόλογο στην εποχή του˙ εκτός και αν θεωρήσουμε σπουδαιότατο έργο το ότι γιάτρεψε τους χωλούς και τυφλούς, και το ότι έκανε ξόρκια σε δαιμονισμένους στα χωριά Βησθαιδά και Βηθανία. Γιατί δεν ξέρετε καν αν μνημονεύει την αγνότητα, κι ωστόσο μιμείστε την οργή και την δριμύτητα των Ιουδαίων καταστρέφοντας ιερά και βωμούς και κατασφάξατε όχι μόνο τους δικούς μας που δεν εγκατέλειψαν την πατρογονική λατρεία, αλλά και κείνους από εσάς που είναι παραπλανημένοι όπως εσείς, τους αιρετικούς που δεν θρηνούν τον πεθαμένο με τον ίδιο τρόπο που το κάνετε εσείς. Αυτά όμως είναι μάλλον δικά σας γνωρίσματα˙ γιατί πουθενά, ούτε ο Ιησούς σας παρέδωσε τέτοιες εντολές ούτε ο Παύλος, γιατί ποτέ δεν πίστεψαν πως θα φθάσετε να έχετε τόσο μεγάλη δύναμη, τους αρκούσε να εξαπατούν υπηρέτριες και δούλους και, μέσω αυτών, γυναίκες και άνδρες όπως ο Κορνήλιος και ο Σέργιος. Αν δείτε πουθενά να μνημονεύονται ο Ιησούς και ο Παύλος από τους ιστορικούς της εποχής εκείνης (* σ.τ.μ. «Οι τηνικαύτα γνωριζόμενοι». Εκείνοι που μας μεταφέρουν τις γνώσεις τους γύρω από την συγκεκριμένη εποχή – δηλ. όσοι ιστορικοί αναφέρονται στην περίοδο 15 μ.Χ. μέχρι 54 μ.Χ.) -αφού αυτά συνέβαιναν επί Τιβέριου και βέβαια επί Κλαύδιου- τότε πιστέψτε ότι ψεύδομαι για όλα.
Άκρως ενδιαφέρουσα η, παραπάνω διατυπωμένη, διαπίστωση του Ιουλιανού, ο οποίος τολμά να διακινδυνεύσει το ίδιο του το κύρος, δηλώνοντας ότι κανένας ιστορικός της εποχής δεν μνημονεύει ούτε τον Ιησού ούτε και τον Παύλο και δεχόμενος να αποκληθεί ψεύτης αν οποιοσδήποτε εντοπίσει ιστορικούς, οι οποίοι να αναφέρουν την ύπαρξή τους! Αυτή είναι μια πραγματικά σημαντική πληροφορία. Ο ίδιος ο Ιουλιανός βέβαια, όπως φαίνεται στο σωζόμενο μέρος του έργου του (λιγότερο από το ένα τέταρτο του συνόλου), χρησιμοποιεί την πληροφορία αυτή για να δείξει την ασημαντότητα των προσώπων αυτών. Αλλά για εμάς είναι μια πληροφορία αξιόπιστης πηγής, που μας λέει ότι κανένας ιστορικός της εποχής του Ιησού και του Παύλου δεν τους μνημονεύει.
Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι τα αναγραφόμενα στα Ευαγγέλια και τις υπόλοιπες γραφές, εφόσον δεν είναι μεταγενέστερες προσθήκες και προσαρμογές, αποτελούν σύμπτυξη ιστοριών από τη ζωή και τις δραστηριότητες πολλών δεκάδων θρησκευτικών θαυματοποιών διδασκάλων, οι οποίοι έζησαν και δίδασκαν στην Παλαιστίνη εκείνους τους αιώνες και θεωρούσαν τον εαυτό τους προφήτη και μεσσία. Ένας ή περισσότεροι από αυτούς πιθανόν να ονομάζονταν Ιησούς, όνομα που ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή στην περιοχή. Κατά μία εκδοχή, μάλιστα, είναι πιθανόν να ταυτίζεται η δραστηριότητα του ευαγγελικού Ιησού με εκείνη του Ιωάννη του βαπτιστή.
Για τα χρόνια από τη γέννηση μέχρι τη δημόσια εμφάνιση του Ιησού, η οποία τοποθετείται σύμφωνα με αναφορές στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο περί τα έτη 28-29, δεν υπάρχουν επίσης ιστορικά στοιχεία. Αναφορές για τη σταύρωση τού ευαγγελικού Ιησού ομοιάζουν με υπαρκτά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα χρόνια διοίκησης του Πόντιου Πιλάτου (26-36). Η θανάτωση στο σταυρό επιβαλλόταν κατά το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο για πολιτικά εγκλήματα σε μη Ρωμαίους πολίτες. Η σταύρωση λοιπόν του Ιησού που εκτιμάται ότι έγινε στα έτη μεταξύ 29 και 31, πρέπει να είναι συνέπεια καταδίκης του για εξέγερση κατά της αυτοκρατορίας.
Από τα προαναφερόμενα δεν συνάγεται οπωσδήποτε η φυσική ανυπαρξία του Ιησού, δεδομένου ότι υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στον τότε γνωστό κόσμο, για τους οποίους σε καμιά ιστορική πηγή δεν αναφέρεται οτιδήποτε. Πολύ πιθανό είναι λοιπόν ότι ο Ιησούς υπήρξε ως φυσικό πρόσωπο, αλλά τίποτα από αυτά που μεγαλοποιούν τα ευαγγέλια δεν ευσταθεί, οπότε δεν θα έδωσε και καμιά αφορμή, με συζητήσεις περί το άτομό του, με μαζικές συναθροίσεις προσώπων, με θαύματα κλπ. κλπ., ώστε να αναφερθούν σʼ αυτόν οι Ιστορικοί της εποχής.
Ο Παύλος, ένας ακόμη «αυτόπτης Μάρτυρας του Ιησού», που δεν είδε, ούτε άκουσε τίποτε!
Πληροφορούμαστε από τις «Πράξεις» ότι η αρχική ιδιότητα του Αγίου Παύλου ήταν αυτή του «Σαύλου, του διώκτη των Χριστιανών». Ακόμη κι αν ο Σαύλος ήταν πράγματι ζηλωτής του Ορθόδοξου Ιουδαϊσμού την περίοδο του λιθοβολισμού του Στεφάνου, (Πράξεις 7,58-8,3) και αναδείχθηκε ως ο αρχιδιώκτης των Χριστιανών, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε που ήταν ο Σαύλος, λίγο νωρίτερα, όταν ο