ΟΙ ΠΟΛΥΘΡΟΝΕΣ ΤΩΝ ΔΡΑΚΩΝ( γράφεται τώρα-2ο απόσπασμα)
Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν και ο Βαλέριος που είχε αναλάβει για τα καλά τα ηνία της κομητείας, είχε ανοίξει νέους εμπορικούς δρόμους με άλλες κομητείες και βασίλεια αποκτώντας κύρος και δύναμη που είχαν εξασθενίσει μετά από την ψυχική κατάπτωση του πατέρα του. Το κάστρο των Δράκων ισχυροποιούταν κι όσοι το υπηρετούσαν εδώ και χρόνια είχαν αντικατασταθεί από νεώτερους που μπορούσαν να ανταποκριθούν άμεσα και γρηγορότερα στα καθήκοντα τους. Μετά την Σμαραγδή, έφυγε και η Λένι για ο στερνό της ταξίδι και από τους παλιούς υπηρέτες είχαν μείνει μόνο ο Γκόρμαν ο γεροεπιστάτης που ήταν πιο πιστός κι από σκυλί και άντεχε ακόμη.
Η κομητεία άρχισε να πλουτίζει μέρα με τη μέρα και οι υπήκοοι της μακάριζαν τον δραστήριο μα απόμακρο άρχοντα τους που καμιά σχέση δεν είχε με τους γονείς του που ήταν τόσο λαοφιλείς. Όμως αφού τα κέρδη από το εμπόριο ήταν περισσότερα από ποτέ και υπήρχε ευημερία δεν τους ένοιαζε. Ο σύμβουλος Κέλαμ που εν τω μεταξύ είχε παρουσιάσει πέρα από το γήρας και σοβαρό πρόβλημα υγείας, έφυγε από το κάστρο. Ο μαθητής του δεν το χρειαζόταν πλέον, ήταν πολύ ικανός και έξυπνος και τα κατάφερνε πολύ καλύτερα από τον ίδιο. Γι αυτό και ζήτησε την άδεια να αποσυρθεί όχι μόνο από δίπλα του αλλά και από την κομητεία και να μετοικήσει προς τα νότια όπου το κλίμα ήταν πιο γλυκό και θα έκανε καλό στα πνευμόνια του. Και ο άρχοντας δεν πρόβαλε αντίρρηση, εξ άλλου του ήταν παντελώς άχρηστος, ότι ήταν να μάθει το έμαθε.
Κι έφθασε ο Βαλέριος κοντά στα τριάντα εννέα και παρέμενε ανύπαντρος και χωρίς διάδοχο. Και μια μέρα εκεί που δειπνούσε όπως πάντα μόνος και σιωπηλός, αισθάνθηκε μια περίεργη μοναξιά που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. Στην ουσία ο μοναδικός πιστός φίλος του σ όλη το απέραντη κομητεία ήταν πατέρας του. Μπορεί να ήταν βουβός, χαμένος στον δικό του κόσμο, όμως βρισκόταν πάντα εκεί σιμά του και μόνο η παρουσία του ήταν κάτι μέσα σ όλη αυτή την απόσταση που κρατούσε απο όλους ακόμη κι από τον Γκόρμαν που ήταν εκείνος που τον ανέβασε στο άλογο τριών ετών και του έμαθε ιππασία. Φίλους καρδιάς δεν είχε γιατί από παιδί έζησε χωρίς αυτούς και σαν μεγάλωσε δυσκολευόταν να αποκτήσει. Εξ άλλου όσο ήταν νέος τα αρχοντόπουλα της εποχής του, ήθελαν να διασκεδάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο και αργότερα να παντρευτούν και να κάνουν οικογένειες, ενώ εκείνος προτιμούσε το διάβασμα και την ιππασία. Βέβαια υπήρχε πάντα τρόπος να βρει μια ελεύθερη γυναίκα που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις όποιες ανάγκες του είτε με αμοιβή είτε επειδή θεωρούσε τιμή της να πλαγιάσει με έναν άρχοντα, αλλά πέρα απο αυτό, δεν ήθελε περαιτέρω δεσμεύσεις μια και το να ασχολείται με το εμπόριο του έτρωγε σχεδόν τον περισσότερο χρόνο του.
Όμως καθώς ωρίμαζε, το θέμα κληρονόμος και διαδοχή άρχισε να τον απασχολεί όλο και πιο σοβαρά. Η κομητεία του πλούτιζε συνεχώς, τα ταμεία της γέμιζαν και σκεφτόταν να κάνει μια καλή αναπαλαίωση στο κάστρο, ίσως να το επεκτείνει και να του δώσει νέα πνοή ζωής. Όμως γιατί να τα κάνει όλα αυτά αφού δεν καλούσε κανένα, ούτε διοργάνωνε καλέσματα και χορούς; Κι ύστερα ποιος θα τα κληρονομούσε; Μήπως έπρεπε να αρχίσει να αποδέχεται κάποιες προσκλήσεις που ερχόταν πλέον όλο και πιο σπάνια μια και ήταν γνωστό σ όλο το βασίλειο πως ήταν απόμακρος και αντιπαθούσε τις κοσμικές εκδηλώσεις; Διαφορετικά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να έρθει σε επαφή με κάποια αρχοντοπούλα της αρεσκείας του και να την ζητήσει σε γάμο, αν φυσικά αποδεχόταν την πρότασή του, γιατί πριγκίπισσα δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να τον πλησιάσει. Εκεί έξω υπήρχαν πολλά αρχοντόπουλα και πρίγκιπες με τα μισά του χρόνια, πολύ πιο ευπαρουσίαστοι και πλούσιοι, γιατί να θέλουν εκείνον; Ή μήπως θα έπρεπε να επιλέξει κάποια από τις νεαρές υγιέστατες και πανέμορφες χωριατοπούλες τις κομητείας του που θα έκανε τα πάντα τόσο η ίδια και οι γονείς της για να συγγενέψουν μαζί του; Εξ άλλου και η γιαγιά του η Ολίβια μια απλή χωριατοπούλα ήταν όταν την επέλεξε ο παππούς του άρχοντας Άταρ και εξελίχθηκε σε πραγματική αρχόντισσα.
Κι εκεί που ήταν προβληματισμένος με το τι έπρεπε να κάνει, μια απρόσμενη πρόσκληση από την αδελφή του Νικόλ που ήταν πλέον εστεμμένη βασίλισσα άλλου βασιλείου τον καλούσε να παραστεί στον γάμο της κόρης της Αμάλθεια με έναν πρίγκιπα. Αυτό κι αν δεν ήταν έκπληξη. Σχεδόν είχε ξεχάσει πως είχε αδελφές, έτσι κι αλλιώς οι επιστολές τους είχαν σταματήσει χρόνια τώρα, πολύ περισσότερο οι προσκλήσεις. Είχε να συναντηθεί μαζί της και με την Εμιλία, από την ημέρα του γάμου της, πριν από είκοσι επτά χρόνια. Καθώς φαίνεται έμαθε την οικονομική προκοπή του ή ένοιωσε ενοχές για την συμπεριφορά της και θέλησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις τους.
Σίγουρα καλεσμένη θα ήταν και η Εμιλία και προβληματίστηκε πολύ για το αν θα έπρεπε να αποδεχτεί. Είχαν να τα πουν τόσα χρόνια και δεν ήξερε πως θα αντιμετώπιζε μια τέτοια συνάντηση. Μήπως όμως ήταν καιρός και μια καλή ευκαιρία να αποκατασταθούν οι σχέσεις τους; Ο ίδιος δεν έτρεφε το παραμικρό συναίσθημα, για εκείνον ήταν δύο ξένες όπως τόσες άλλες αρχόντισσες που είχε συναντήσει. Όμως όταν το είδε πιο λογικά, σκέφτηκε πως υπήρχαν και οι εμπορικές συναλλαγές, που θα του άνοιγαν νέους δρόμους με ένα τόσο πλούσιο βασίλειο με τόσες διασυνδέσεις. Αποφάσισε να αποδεχτεί το κάλεσμα.
Οι προετοιμασίες για το ταξίδι του στο βασίλειο του Νορθ Γουντ στον βορά άρχισαν από την επομένη κιόλας. Έπρεπε να βρει ένα δώρο γάμου αντάξιο της πριγκίπισσας ανιψιάς του, μετά να ράψει ένα επίσημο ρούχο, να ταχτοποιήσει κάθε εκκρεμότητα ώστε να μπορέσει να λείψει όσο διάστημα επέβαλε το μεγάλο αυτό ταξίδι που ευτυχώς γινόταν καλοκαίρι και δεν θα είχε δυσκολία μετακίνησης με βροχές και χιόνια.
Έφυγε ένα πανέμορφο ηλιόλουστο πρωινό με την επίσημη άμαξα του, συνοδευόμενος μόνο από δύο αυλικούς κι ένα περίεργο συναίσθημα αισιοδοξίας πως κάτι θετικό θα έβγαινε από αυτό το ταξίδι. Μετά από πορεία δέκα ημερών και αφού διέσχισε και μια θάλασσα, έφτασε χαράματα στο μακρινό βασίλειο του Νορθ Γουντ και στο υπέρλαμπρο παλάτι της αδελφής του. Οι υπηρέτες που τον περίμεναν καρτερικά, τον υποδέχτηκαν με βασιλικές τιμές και τον οδήγησαν στο διαμέρισμά του λέγοντας πως οι εντολές ήταν να φάει και αναπαυτεί στο δωμάτιό του και πως η βασίλισσα θα τον υποδεχόταν το βράδυ στο δείπνο.
Σαν έμεινε μόνος δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει το εξαίσιο χώρο φιλοξενίας που εκτός από κρεβατοκάμαρα με το τεράστιο κρεβάτι με ουρανό και βελούδινες μπλε κουρτίνες, υπήρχε κι ένα μικρό μπλε σαλονάκι με θέα στο υπέροχο κήπο, μέχρι εκεί που έφτανε μάτι ανθρώπου. Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με πίνακες που απεικόνιζαν πρόσωπα και τοπία και κάθε έπιπλο, ακόμη και το μικρότερο, ήταν ιδιαίτερα λεπτοσκαλισμένο κι όχι σαν τα χοντροκομμένα έπιπλα του δικού του κάστρου. Δεν γνώριζε πόσο ήταν ευτυχισμένος ο γάμος της αδελφής του, σίγουρα όμως δεν της έλειπε απολύτως τίποτε από υλικά αγαθά. Σε σύγκριση με το παλάτι της, το πατρικό τους έμοιαζε φτωχός συγγενής. Όχι πως ζήλεψε, αλλά ένα δάγκωμα στην καρδιά δεν μπόρεσε να μη νοιώσει.
Ήταν τυχερή η αδελφή του τελικά. Από πολύ νωρίς κάθισε σε θρόνους και φόρεσε στέμμα με όλες τις τιμές. Ο άνδρας της είχε πλούτη και δύναμη μια και η γη που κατοικούσε είχε μεγάλο ορυκτό πλούτο. Γι αυτό και οι διασυνδέσεις του με άλλες κομητείες αλλά και βασίλεια ήταν ισχυρές. Θα μπορούσε να είχε παντρευτεί την πιο τρανή πριγκίπισσα κάποιου βασιλείου από αυτά, όμως για κάποιο περίεργο λόγο εκείνος προτίμησε την ταπεινή αδελφή του. Όχι πως ή Νικόλ ήταν άσχημη, αλλά δεν ήταν και εκπάγλου ομορφιάς. Ούτε τρανή περιουσία διέθετε, ούτε δύναμη, ούτε μπορούσε να του προσφέρει κάτι πέρα από τα νιάτα της. Άραγε τώρα κοντά στα σαράντα τέσσερα θα εξακολουθούσε να κρατά κάτι από την άλλοτε δροσιά της νιότης της; Ή μετά από γέννες τεσσάρων παιδιών θα είχε γίνει αγνώριστη από το πάχος και τις ρυτίδες; Σ αυτή την ηλικία μια γυναίκα ήταν πλέον γριά και το μόνο που μπορούσε να προσφέρει σ ένα άνδρα ήταν ένα πιάτο καλομαγειρεμένο φαγητό, να κρατά καθαρό το σπίτι και να μεγαλώνει εγγόνια. Κι επειδή η αδελφή του είχε μαγείρους, υπηρέτες και νταντάδες για όλα αυτά, δεν προσέφερε τίποτε στον άνδρα της; Τι σημασία είχε αν εκείνος ήταν τριάντα χρόνια μεγαλύτερος της; Ήταν άνδρας και ήταν βασιλιάς. Κι ένας άνδρας βασιλιάς, δεν έχει ηλικία.
Καθώς οι σκέψεις και ερωτήματα πυρπολούσαν το μυαλό του, κι έτσι όπως ήταν ταλαιπωρημένος από το πολυήμερο ταξίδι, αφού έφαγε ένα πλούσιο πρωινό αποκοιμήθηκε μέχρι αργά το απόγευμα. Μετά ξεκούραστος και ευδιάθετος άρχισε να ετοιμάζεται για το δείπνο που θα ξεκινούσε στις οκτώ ακριβώς, όπως του επισήμανε αρκετές φορές ο προσωπικός υπηρέτης που είχε αναθέσει η αδελφή του να τον φροντίζει.
«Καλώς όρισες άρχοντα των Δράκων και αδελφέ μου στο βασίλειό του Νορθ Γουντ» είπε η Νικόλ σαν τον είδε να μπαίνει στην αίθουσα θρόνου οδηγούμενος από τον υπηρέτη.
Ο Βαλέριος για λίγο τα έχασε. Η ξανθιά γυναίκα που τον υποδεχόταν καθισμένη χρυσο θρόνο, ήταν επίσημα ντυμένη, φορτωμένη με κοσμήματα και πανέμορφη. Ήταν η Νικόλ; Μα αυτή έμοιαζε νέα, όχι πάνω από τριάντα, ήταν λεπτή και πάρα πολύ φροντισμένη. Η φωνή της όμως που εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερη και κάπως μελωδική τον έπεισε και έσπευσε να πλησιάσει. Το εθιμοτυπικό επέβαλε να μη σηκωθεί από τον θρόνο της να τον υποδεχτεί ή να τον αγκαλιάσει και πως εκείνος έπρεπε να υποκλιθεί. Ήταν εστεμμένη και ο Βαλέριος γνώριζε πολύ καλά τους κανόνες που ήταν πάνω από βαθμούς συγγένειας και έκανε αυτό που έπρεπε.
«Χαίρομαι κι εγω που σε ξαναβλέπω αδελφή μου και βασίλισσα αυτού του υπέροχου βασιλείου και σ΄ευχαριστώ για την πρόσκληση»
Μετά κοίταξε τους υπολοίπους. Δίπλα στην αδελφή του καθόταν ο άνδρας της και παραδίπλα τα τέσσερα παιδιά τους. Ο Βαλέριος κοίταξε το δύο όμορφα κορίτσια που βρισκόταν στο πλάι της μητέρας τους και μετά τα δύο παλικάρια που καθόταν στο πλάι του βασιλέα. Το βλέμμα του στάθηκε στον βασιλέα Βίκτορα. Πόσο είχε γεράσει. Όταν παντρεύτηκε την αδελφή του ήταν περίπου στην δική του ηλικία του κι εκείνος δωδεκάχρονο παιδί. Ποτέ δεν ήταν ωραίος άνδρας, έτσι όπως ήταν κάτασπρος, σχεδόν χλωμός, ξανθός με ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια, όμως είχε καλό παράστημα και γεροδεμένο σώμα. Τώρα σαν να είχε συρρικνωθεί μέσα στο πετσί του που είχε ζαρώσει παντού, ενώ μια μικρή καμπούρα τον έκανε να γέρνει προς τα κάτω, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να σταθεί στο ύψος του.
«Βασιλιά μου ο μικρότερος αδελφός μου ο Βαλέριος και άρχοντας της κομητεία των Δράκων», είπε η αδελφή του στον άντρα της.
«Καλώς όρισες Βαλέριε άρχοντα των Δράκων και χαίρομαι κι εγω που σε ξαναβλέπω μετά από τόσα χρόνια. Όταν συνόδεψες νύφη της αδελφή σου, ήσουν ακόμη παιδί, μα τώρα άνδρωσες για τα καλά και δεν θα σε αναγνώριζα αν δεν μου έλεγαν ποιος είσαι. Να θεωρήσεις στο παλάτι μου και δικό σου παλάτι».
Η φωνή του ίσα που ακουγόταν κι έμοιαζε να βγαίνει με δυσκολία. Ο άλλοτε δυναμικός άνδρας, είχε παραγεράσει, θάλεγε κάποιος πως βαριόταν που ζούσε και πως θα προτιμούσε την ησυχία του μακριά από όλους.
«Καλώς σε ξαναβρήκα κι εγω βασιλιά μου» είπε και έκανε μια βαθιά υπόκλιση γεμάτη σεβασμό.
Η Νικόλ χαμογέλασε και του έδειξε τα παιδιά της γεμάτη περηφάνια.
«Αυτά είναι τα ανίψια σου αδελφέ, η 18χρονη Αμάλθεια που παντρεύεται, η δωδεκάχρονη Μάργκο και από εδώ οι δυο μου γιοι ο εικοσιδιάχρονος Ιγκόρ και ο εικοσιπεντάχρονος Μαξ. Παιδιά μου από εδώ είναι ο θείος σας και αδερφός μου Βαλέριος»
Τα παιδιά τον κοίταξαν κάπως παγωμένα, ειδικά η Αμάλθεια. Τι δουλειά είχε ένας αγροίκος στο παλάτι τους; Αυτός έμοιαζε περισσότερο με αγρότης κι όχι άρχοντας. Πως θα τον παρουσίαζε στον γάμο της στον πρίγκιπα άνδρα της και την οικογένεια του; Δεν είχε καμιά σχέση με την αριστοκρατική μητέρα της που ήταν κομψή ακόμη κι όταν πήγαινε για ύπνο. Βέβαια τους είχε ενημερώσει γι αυτόν τον άγνωστο θείο, αλλά μάλλον ο λόγος που δεν μιλούσαν τόσα χρόνια ήταν πως δεν είχαν τίποτε κοινό πέρα από τους ίδιους γονείς. Ενώ η θεία της η Εμιλία, μπορεί να μην ήταν τόσο κομψή όσο η μητέρα της, όμως ήταν εξ ίσου αριστοκρατική και εντυπωσιακή.
Ο Βαλέριος χαμογέλασε με κόπο όσο πιο πλατιά μπορούσε. Μπορεί με αυτά τα πριγκιπόπουλα να είχε το ίδιο αίμα, να ήταν θείος τους, όμως ήταν το ίδιο ξένα με κάθε ξένο που υπήρχε εκεί μέσα. Γιατί πέρα από τους συγγενείς και υπηρέτες, υπήρχαν περίπου δεκαπέντε άλλα άτομα, γυναίκες και άνδρες, όλοι καλοντυμένοι και ιδιαίτερα σνομπ, που τον κοιτούσαν εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω.
Και αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις με όλους τους προύχοντες καλεσμένους, ο βασιλέας έδωσε διαταγή να ανοίξουν οι πύλες της αίθουσας του δείπνου. Ένα υπέροχα στρωμένο τεράστιο στενόμακρο τραπέζι περίμενε υπομονετικά να τους φιλοξενήσει. Η θέση του Βαλέριου ως επίσημος προσκεκλημένος του δείπνου, ήταν δίπλα στην βασίλισσα και απέναντι από τον βασιλέα. Με το που κάθισαν όλοι στις θέσεις τους, η βασίλισσα έδωσε εντολή με μια κίνηση του χεριού της να αρχίσει το σερβίρισμα. Πριν καν ξεκινήσει το κυρίως γεύμα ο Βαλέριος είχε αρχίσει κιόλας να βαριέται. Οι φορτωμένες πιατέλες ακολουθούσαν η μία την άλλη και ήταν το μόνο που είχε ενδιαφέρον εκεί μέσα γιατί η συζήτηση με τους γύρω, ακόμη και με την αδελφή του, παρέμεινε σε τυπικά επίπεδα, έτσι όπως θα ταίριαζε σε κάποιον άσχετο ξένο επισκέπτη και όχι σε έναν συγγενή αίματος. Ο Βαλέριος πρόσεξε πως η αδελφή του μπορεί να ήταν μια βασίλισσα, όμως το επίπεδο γνώσεων της ήταν πολύ χαμηλό όπως και όλης της οικογένειας αλλά και των παρευρισκομένων και περιοριζόταν σε σχόλια για τον επικείμενο γάμο, ποιοι είναι οι καλεσμένοι, τι θα φορούσαν και γενικότερα σε εντυπώσεις, τίτλους και επίδειξη. Κοίταξε σχεδόν με δέος τα πανάκριβα κοσμήματα της που δεν είχαν καμιά σχέση με την λιτή εικόνα της μητέρα τους έτσι όπως του την περιέγραφαν η Σμαραγδή και η Λένι που ήταν μια πραγματική δράκαινα. Ήταν παραπάνω από βέβαιος πως αν η Νικόλ θα έπρεπε να επιστρέψει για να ζήσει πίσω στο κάστρο, δεν θα άντεχε ούτε μέρα.
Έδειχνε ευτυχισμένη μα δεν ήταν, μπορούσε να διακρίνει την συναισθηματική ψύχρα που υπήρχε ανάμεσα σ εκείνη και τον άνδρα της, που ο μόνος συνδετικός τους κρίκος ήταν το στέμμα και τα παιδιά τους. Πρόσεξε πως η κοκκινομάλλα Αμάλθεια έμοιαζε πολύ στην μητέρα του, έτσι όπως ήταν ζωγραφισμένη στο πορτρέτο του κάστρου και μπόρεσε για πρώτη φορά να έχει μια πιο ζωντανή εικόνα της. Σίγουρα ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα, η ωραιότερη από τα αδέλφια της, η μόνη που είχε αυτά τα περίεργα κυματιστά κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Όλα της τα αδέλφια ήταν κατάξανθα με γαλάζια μάτια. Το βλέμμα της όμως ήταν παγωμένο και απέφευγε να τον κοιτάξει, πολύ περισσότερο να του χαμογελάσει και να τον κάνει να νοιώσει πιο άνετα, πιο οικεία στον χώρο. Όμως και η αδελφή του δεν πήγαινε πίσω. Πίστευε πως η συνάντηση αυτή θα τους έφερνε κοντά, μα έκανε λάθος. Ούτε μια φορά τον ρώτησε για την κατάσταση υγείας του πατέρα τους, μάλλον απέφευγε και, προφανώς ντρεπόταν να μάθουν οι άλλοι, ακόμη και τα παιδιά της, πως το μυαλό του είχε πάθει καθίζηση από τον πόνο της απώλειας. Αναρωτιόταν αν γνώριζαν πως έχουν ένα παππού εν ζωή. Το γεύμα τελείωσε ακόμη πιο βαρετά από ότι άρχισε κι αμέσως η αίθουσα άδειασε και όλοι οι καλεσμένοι αποσύρθηκαν στα διαμερίσματα τους, όπως και ο ίδιος νοιώθοντας ένα μεγάλο κενό μέσα του.
Το διακριτικό χτύπημα της πόρτας δεν τον ξάφνιασε, θα ήταν ο υπηρέτης του παλατιού για να ρωτήσει αν χρειαζόταν κάτι πριν πέσει για ύπνο. Δεν είχε μάθει να έχει τους υπηρέτες από πίσω του ανά πάσα στιγμή και αυτό κάπως τον ενοχλούσε. Άνοιξε την πόρτα μισόγυμνος. Το πρόσωπο της αδελφής του τον ξάφνιασε για τα καλά. Παραλίγο να μη την γνωρίσει. Χωρίς τα πανάκριβα κοσμήματα της, το κοκκινάδι και την πούδρα της και ντυμένη με μια ρόμπα ύπνου φαινόταν η πραγματική ηλικία της μα συνάμα ήταν πιο προσιτή από την βασίλισσα που είχε συναντήσει.
«Βασίλισσα μου… συμβαίνει κάτι;» είπε ξαφνιασμένος και έσπευσε να φορέσει ένα πουκάμισο.
Η Νικόλ πέρασε μέσα κλείνοντας την πόρτα πίσω της και χαμογέλασε αχνά.
«Άφησα ένα παιδί πίσω μου και βρήκα έναν ώριμο άνδρα» του είπε κοιτάζοντας τον με θλιμμένο βλέμμα.
«Τα χρόνια περνούν γρήγορα και τα παιδιά μεγαλώνουν βασίλισσά μου…»
«Εδώ μέσα μπορείς να με αποκαλείς με το όνομα μου», του απάντησε ενώ ήταν ολοφάνερο πως ένοιωθε μεγάλη αμηχανία. «Ήθελα να βρεθούμε μόνοι μας και η μοναδική ώρα που δεν ελέγχομαι τόσο στενά, είναι η ώρα προετοιμασίας του ύπνου».
«Και ο βασιλέας, δεν θα σε αναζητήσει;»
«Ο βασιλέας κοιμάται ήδη, σε άλλη πτέρυγα του παλατιού…βλέπεις οι πρώτες εντυπώσεις και το ενδιαφέρον του για μένα, έχουν περάσει εδώ και πολλά χρόνια».
Την κοίταξε με περισσότερο θάρρος.
«Αλήθεια, γιατί με κάλεσες στο γάμο της κόρης σου Νικόλ; Τόσα χρόνια με αγνοούσες συστηματικά».
«Ο πόνος για την απώλεια της μητέρας ήταν πολύ μεγάλος… δεν μπορούσα να τον διαχειριστώ, ούτε εγώ ούτε η Εμιλία».
«Ήταν και δική μου μητέρα Νικόλ, έπρεπε να με φροντίσετε ακόμη περισσότερο αφού δεν πρόλαβα να την γνωρίσω»
«Το ξέρω…όμως εσυ αφού δεν πρόλαβες να την ζήσεις όπως την ζήσαμε εμείς, δεν θα μπορούσες ποτέ να την αγαπήσεις τόσο πολύ…ήμασταν ένα μαζί της, την λατρεύαμε»
«Λυπάμαι που έφερα τόσο πόνο αλλά δεν τον επέλεξα εγω εκείνη τον επέλεξε»
«Το ξέρω …όμως αυτό δεν σημαίνει πως μπορούσα να σε αγαπήσω…ήμουν ένα παιδί κι εγω που δεν μπορούσε να το καταλάβει…Και μετά χάσαμε και την αγάπη του πατέρα που απομακρύνθηκε από κοντά μας. Πριν συμβούν όλα αυτά ήταν όλα μαγικά..υπέροχα…»
«Πραγματικά λυπάμαι, μπορεί να μη πρόλαβα να γνωρίσω αυτή την οικογενειακή μαγεία που λες, μα πόνεσα το ίδιο και ίσως περισσότερο»
«Μόνο όταν άρχισα να ωριμάζω κατάλαβα πως ήταν λάθος η συμπεριφορά μου αλλά δεν ήξερα πώς να σε πλησιάσω. Και βρήκα την ευκαιρία με τον γάμο της κόρης μου. Το ίδιο και η Εμιλία.
«Θες να πεις πως και η Εμιλία θέλει να με ξανασυντήσει;»
«Ναι πολύ...ύστερα μαθαίναμε πως δεν παντρεύεσαι και δεν θέλουμε η γη που τόσο αγάπησε η μητέρα να μείνει χωρίς διάδοχο»
«Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος με κάλεσες; Για να μου βρείτε νύφη;»
«Και αυτός»
«Είσαι ευτυχισμένη Νικόλ;» Την ξάφνιασε
«Τι εννοείς;»
«Είσαι το ίδιο ευτυχισμένη όπως και η μητέρα μας στον γάμο της;»
«Μου αρκεί που είμαι βασίλισσα και έχω οικογένεια…»
«Είναι αυτό ορισμός της ευτυχίας;»
«Δεν σε καταλαβαίνω αδελφέ, μιλάς κάπως περίεργα το πρόσεξα και στο τραπέζι».
«Μιλώ διαφορετικά γιατί έχω γνώσεις, διαβάζω πολύ, κάθε μέρα».
«Τα βιβλία όμως δεν σε βοήθησαν να βρεις σύζυγο, ούτε θα σταθούν πλάι σου αν χρειαστείς βοήθεια».
«Βοηθούν όμως να αντέχεις και είναι μια πολύ καλή συντροφιά όταν τελειώνουν οι υποχρεώσεις της ημέρας. Εσυ τι κάνεις όταν τελειώνουν οι υποχρεώσεις σου;»
Τον κοίταξε απορημένα. Μετά κοίταξε έξω από το παράθυρο τον σκοτεινό ουρανό.
«Αύριο φθάνει και η αδελφή μας με τον σύζυγο και τα τρία παιδιά τους. Και η Εμιλία δεν είναι το ίδιο κοινωνική με μένα, είναι πιο απόμακρη δεν ανοίγεται εύκολα. Μη την παρεξηγήσεις, έτσι είναι ο χαρακτήρας της, έτσι φέρεται σε όλους ακόμη και στον άνδρα της και τα παιδιά της».
«Είμαι πλέον πολύ μεγάλος για να παρεξηγώ τις πράξεις των ανθρώπων που είναι ξένοι»
«Η Εμιλία δεν είναι ξένη, είναι αδελφή σου Βαλέριε, αδελφή μας!»
«Οι δεσμοί αίματος δεν κάνουν τον αδελφό ή το παιδί, ακόμη και τον γονέα».
«Μη γίνεσαι τόσο κυνικός, εδώ ήρθες για να ξαναενώσουμε την οικογένεια των Δράκων».
«Θυμάσαι ακόμη ότι προέρχεσαι από τους Δράκους;»
«Προσπάθησα να το ξεχάσω, αλλά η γη είναι ισχυρή, έχει δύναμη και οι αναμνήσεις με επισκέπτονται τακτικά. Δεν είμαι τόσο αναίσθητη όσο πιστεύεις. Εσύ είσαι περισσότερο».
«Δεν γινόταν διαφορετικά, έπρεπε να επιβιώσω έτσι όπως με εγκαταλείψατε. Και για να επιβιώσεις δίχως αγάπη, πρέπει να γίνεις αναίσθητος» απάντησε ψυχρά.
«Φεύγω τώρα, νοιώθω πολύ κουρασμένη. Φρόντισε να είσαι καλός με την αδελφή μας. Και αυτό δεν είναι παράκληση, είναι διαταγή!» του είπε αυστηρά.
«Θα κάνω ότι μπορέσω μεγαλειοτάτη», απάντησε ειρωνικά
Η Νικόλ δε είπε τίποτε απλά γύρισε την πλάτη, ίσιωσε το κορμί της και έφυγε με το κεφάλι ψηλά κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της. Βασίλισσα σε όλα της.
Ο Βαλέριος κατάλαβε πως οι αδελφές του ήταν και θα παρέμεναν για εκείνον δύο ξένες που οι δρόμοι τους έτυχε να συναντηθούν πριν από πολλά πολλά χρόνια κάτω από την ίδια στέγη....(συνεχίζεται}