- Συντομη βιογραφια:
- Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μιά μικρή πόλη της Ματζουρίας κοντά στο Χαρμπίν, από γονείς Κεφαλλονίτες. Πολύ μικρός πρωτοταξίδεψε, όταν οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί τους, αν και, η οικογένεια Καββαδία θα ζήσει ελάχιστα εκεί, και τελικό της λιμάνι θά είναι ο Πειραιάς, στον οποίο μετοικεί το 1921, όταν ο Νίκος είναι μόλις 11 ετών. Στον Πειραιά ο ποιητής τελειώνει Δημοτικό και Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμη του δημοτικού, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1929 μπαίνει υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο. Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους άλλους να ταξιδεύουν. Τα καράβια κι η θάλασσα είναι το όνειρό του. Μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό, και για μερικά χρόνια συνεχίζει να φεύγει με τα φορτηγά, γυρίζοντας πίσω μονίμως ταλαιπωρημένος και αδέκαρος... Η ανέχεια τον κάνει ν' αποφασίσει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Στην αρχή σκεφτότανε να γίνει καπετάνιος, μα τα χρόνια είχαν περάσει, τα είχε φάει η λαμαρίνα, και το δίπλωμα του Ασυρματιστή ήταν ο μόνος σύντομος και αξιοπρεπής δρόμος γιά τα καράβια. Παίρνει το δίπλωμα του το 1939, αλλά αντί να μπαρκάρει βρίσκεται στρατιώτης στην Αλβανία και κατόπιν ξέμπαρκος στην Αθήνα με την γερμανική Κατοχή. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος , το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πιά, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, ως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες άντεξε μακρυά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδειο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975.
Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στήν ποίησή του. Μιλάει πάντα γιά τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια,με την γλώσσα των καραβιών,αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο Ερωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας την σίγουρη δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του, και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις άγνωστες λέξεις και τους ναυτικούς όρους , και να συνεπαρθεί απόλυτα από την αλήθεια του Λόγου του Ποιητή.
Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρείς ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα, κι η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιό δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του.
Οι ποιητικές συλλογές του Νίκου Καββαδία είναι:
- Μαραμπού (1933)
- Πούσι (1947)
- Τραβέρσο (1975)
Πεζογραφία
- Βάρδια (1954)
- Λι (1987)
- Του πολέμου/Στ' άλογό μου (1987)
Το "Λι" και το "Του πολέμου" γυρίστηκαν σε κινηματογραφικές ταινίες.
Πολλά από τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία τα μελοποίησε ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης Θάνος Μικρούτσικος άψογα. Κυκλοφόρησαν στην συλλογή "Νίκος Καββαδίας, S/S Ionion 1934" και αργότερα στο "Γραμμές των οριζόντων". Μερικά είναι:
- William George Allum
- Ο Πιλότος Νάγκελ
- Σταυρός του Νότου
- Cambay's water
- Πικρία
- Kuro Siwo
- Ένα μαχαίρι
- Καραντί
- Εσμεράλδα κ.α.
Εσείς διαβάζετε ποιήματα του Καββαδία ή ακούτε τα μελοποιημένα του ποιήματα; Τι γνώμη έχετε γι' αυτά; Ποια είναι τα αγαπημένα σας; Αν θέλετε ποστάρετε ένα-δυο εδώ!
Παραθέτω εδώ κάποια από τα δικά μου αγαπημένα ποιήματα του:
- οι 7 νανοι στο s/s cyrenia:
- Εφτά σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις
O πιο μικρός αχολογάει με ένα καλάμι
Γυαλίζει ο Σιμ της μηχανής τα δυο ποδάρια
O Pεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι
M' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπι τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Xαράμ πίτες ζυμώνει
Απ' το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
Ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ' ένα ποτήρι
Pάμαν, αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια
και πες του κάτω από 'να δέντρο να με φέρει
O Tομ τού λείπει το 'να χέρι, μα όλο γνέθει
τούτο τ' απίθανο σινάφι να βρακώσει
Eσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη
Ρουθ, δε μιλάς, γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει
M' ένα ξυστρί καθάρισέ με απ' τη μοράβια
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει
Γιε μου πού πάς - Μάνα θα πάω στα καράβια
Kι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε
με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει
Τα μάτια σου ζώνει μια θάλασσα, θυμάμαι
O πιο στερνός μ' έναν αυλό με νανουρίζει
- Καραντί:
- Μπάσσες στεριές, ἥλιος πυρρὸς καὶ φοινικιές,
ἕνα πούλι ποὺ ἀκροβατεῖ στὰ παταράτσα.
Γνέφουνε δυὸ στιγματισμένα μαῦρα μπράτσα,
ποὺ ἀρρώστιες τά ῾χουνε τσακίσει τροπικές.
Παντιέρα κιτρίνη - σινιάλο τοῦ νεροῦ.
Φοῦντο τὶς δυὸ καὶ πρίμα βρέξε τὸ πινέλο.
Τὰ δύο φανάρια τῆς νυχτός. Κι ὁ Pisanello
ξεθωριασμένος ἀπ᾿ τὸ κύμα τοῦ καιροῦ.
Τὸ καραντί ... Τὸ καραντὶ θὰ μᾶς μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο καὶ σκουριά.
Ἀπὸ νωρίς, δεξιὰ στὴν μάσκα τὴν πλωριά,
κοιμήθηκεν ὁ καρχαρίας ποὺ πιλοτάρει.
Ὄρντινα δίνει ὁ παπαγάλος στὸν ἱστό,
ὅπως καὶ τότε ἀπ᾿ τοῦ Κολόμπου τὴν κουκέτα.
Χρόνια προσμένω νὰ τυλίξεις τὴν μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τὴ στεριά, νὰ ζαλιστῶ.
Φωτιὲς ἀνάβουνε στὴν ἄμμο ἰθαγενεῖς
κι ἀχὸς μᾶς φτάνει καθὼς παίζουν τὰ ὄργανά τους.
Τῆς θάλασσας κατανικώντας τοὺς θανάτους
στὴν ἀνεμόσκαλα σὲ θέλω νὰ φανεῖς.
Φύκια μπλεγμένα στὰ μαλλιά, στὸ στόμα φύκια.
Ἔτσι ὡς κοιμήθηκες γιὰ πάντα στὰ βαθιὰ
κατάστιχτη, πελεκημένη ἀπὸ σπαθιά,
διπλὰ φορώντας τῶν Ἰνκᾶς τὰ σκουλαρίκια.
- Πηγές:
- Πήρα πληροφορίες από την Βικιπαίδεια και το musicpaper.gr