The Grand Crossover New Year's Eve
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Χιόνιζε ασταμάτητα στην παγωμένη Σκωτία, αλλά ασφαλείς στο ζεστό Χόγκουαρτς οι ήρωές μας δεν έδιναν πολλή σημασία. Στη μεγάλη αίθουσα, όπως και στους κοιτώνες και στις αίθουσες διδασκαλίας, όλα τα τζάκια ήταν αναμμένα. Μύριζε καμένο ξύλο και κυπαρίσσι σε όλο το κάστρο. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα με άλικα τραπεζομάντηλα και ήταν φορτωμένα με κάθε είδους γλυκά και φαγητά που ανέδιδαν τις ευωδιές τους και ζάλιζαν όποιον πλησίαζε. Γιρλάντες, γκι και φωτάκια κρέμονταν από παντού, ενώ σε πολλές γωνίες υπήρχαν Αϊ-Βασίληδες σε φυσικό μέγεθος που τραγουδούσαν διαφορετικά κάλαντα σε κάθε άνθρωπο που περνούσε από μπροστά τους.
Μόνο η C.C. στεκόταν συνοφρυωμένη δίπλα σ' ένα παράθυρο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
«Μετά την διπλή αποτυχία της μεγαλύτερης πίτσας στον κόσμο, έχουμε την επιτυχία της μεγαλύτερης βασιλόπιτας», είπε κι έδειξε στον Λελούς δίπλα της, το τεραστίων διαστάσεων στρογγυλό ταψί που έπιανε σχεδόν όλη την πίστα στη μεγάλη αίθουσα. «Αδικία!»
Εκείνος γέλασε. Η αγάπη της για την πίτσα μερικές φορές ξεπερνούσε την αγάπη της για τον ίδιο, αλλά δεν τον ενοχλούσε. Την αγκάλιασε μ' ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο και είπε:
«Είναι μόνο μια μέρα, κάνε υπομονή κι από αύριο θα έχεις όσες πίτσες θέλεις».
Η κοπέλα αναστέναξε. «Δεν είναι αυτό το θέμα, απλώς μισώ την Πρωτοχρονιά. Κοίτα τους όλους. Είναι τόσο χαρούμενοι, λες και θ' αλλάξει ο κόσμος αν αλλάξει η χρονιά».
Ο Λελούς σοβάρεψε ξαφνικά αλλά δεν είπε τίποτα, απλώς της έσφιξε το χέρι.
Στην απέναντι γωνία, η Ιντέγκρα Χέλσινγκ, της γνωστής οικογένειας των βαμπιροκυνηγών, είχε ανοίξει το παράθυρο και κάπνιζε ένα πούρο κοιτώντας έξω. Κι εκείνη αντιπαθούσε την Πρωτοχρονιά, αλλά όταν έχεις για υπηρέτη έναν βρικόλακα με τον χαρακτήρα του Άλουκαρντ, δεν μπορείς να αποφύγεις τέτοιες συγκεντρώσεις. Ο Άλουκαρντ, παρόλο που σκοπός της ζωής του ήταν η καταστροφή, γινόταν σαν μικρό παιδί όταν πλησίαζαν γιορτές. Αυτή τη στιγμή τριγύριζε στο κάστρο τραγουδώντας δυνατά το "God rest ye merry gentlemen" και τρομάζοντας τον κόσμο αφού τα μέτρα ασφαλείας του Χόγκουαρτς δεν τον επηρέαζαν και μπορούσε να εμφανίζεται οπουδήποτε, μέσα από τοίχους και πόρτες. Και τα νεύρα της Ιντέγκρα είχαν γίνει κουρέλια.
«Άλουκαρντ!» φώναξε, κι εκείνος υλοποιήθηκε μπροστά της, γονατίζοντας.
«Μάλιστα, αφέντρα μου».
«Σταμάτα να φέρεσαι τόσο ανώριμα. Ενοχλείς τους πάντες».
«Δε νομίζω. Πριν λίγο εμφανίστηκα μπροστά στον L κι ούτε που μου έδωσε σημασία». Το ύφος του ήταν κάπως πληγωμένο για κάποιο λόγο.
«Προφανώς, για τον L μιλάμε. Τι έκανε; Προσπαθούσε να αποτρέψει την επόμενη χρήση του Death Note;»
«Δεν έχω ιδέα. Μου την έσπασε που δεν αντέδρασε κι έφυγα».
«Αντί να τον πλακώσεις στο ξύλο; Εντυπωσιάζομαι», έκανε η Ιντέγκρα ανασηκώνοντας ένα φρύδι κι ο Άλουκαρντ γέλασε βραχνά.
«Θα με συγχωρέσεις τώρα, αφέντρα μου, πάω να συνεχίσω τη δουλειά μου».
«Μη σκοτώσεις κανέναν!» πρόλαβε να του φωνάξει πριν εκείνος εξαϋλωθεί...
...Και εμφανιστεί ξανά μπροστά σε μια ξαφνιασμένη, αλλά όχι τρομαγμένη Κανάμε Τσιντόρι και το αγόρι της, τον Σόσουκε. Του οποίου η πρώτη αντίδραση ήταν να βγάλει το περίστροφο και να του φυτέψει μια σφαίρα ανάμεσα στα φρύδια. Ο Άλουκαρντ έπεσε προς τα πίσω γελώντας με την καρδιά του ενώ αίμα πεταγόταν παντού και η Κανάμε έβγαζε την τεράστια χάρτινη βεντάλια της.
«Δεν σου έχω πει ένα σωρό φορές», φώναξε καθώς χτυπούσε τον Σόσουκε, «να μην φέρνεις όπλα σε γιορτές;!»
«Κανάμε, μη, πονάει!» έκανε εκείνος προσπαθώντας να προφυλαχτεί. «Αφού πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα...»
«Δεν με ενδιαφέρει! Είναι Πρωτοχρονιά, ΔΕΝ ΘΑ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑΝ!!!»
«Μόλις το έκανε», επενέβη ο Άλουκαρντ, του οποίου η πληγή είχε εντωμεταξύ κλείσει κι ετοιμαζόταν να ξαναφύγει.
«Θα σου'λεγα κι εσένα τώρα... ΤΙ;!»
Μέχρι να συνέλθει η Κανάμε από την έκπληξη, ο βρικόλακας είχε εξαφανιστεί.
«Ευτυχώς που είναι αθάνατος», τόλμησε να σχολιάσει ο Σόσουκε κι έφαγε άλλη μια βενταλιά στο κεφάλι.
Εντωμεταξύ, οι δεκατριάχρονοι Σείριος Μπλακ και Ρέμους Λούπιν συζητούσαν για την καινούρια ανιψιά κατεβαίνοντας τις σκάλες προς τη μεγάλη τραπεζαρία.
«Κοίτα την!» καμάρωσε ο Σείριος δείχνοντας στον φίλο του μια φωτογραφία, στην οποία ένα νεογέννητο μωρό με ροζ μαλλιά κοιμόταν μακάρια. «Κούκλα, από μένα πήρε! Θα κάψει καρδιές αυτή!...»
«Είσαι ψωνάρα, φίλε μου», σχολίασε ο Ρέμους, «αλλά η μικρή είναι όντως πανέμορφη. Πώς θα την βγάλουν;»
«Νυμφαδώρα. Η Ανδρομέδα είχε κατοχυρώσει το όνομα από όταν έμαθε ότι είναι έγκυος και τώρα ο Τεντ δεν μπορεί να της αλλάξει γνώμη με τίποτα». Έβαλε τη φωτογραφία στην τσέπη του και συνέχισε: «Αν μου τύχει το φλουρί στην πίτα, θα το δώσω στη μικρή».
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Πρώτον, θα είναι δικό σου γούρι κι αυτά δεν χαρίζονται, και δεύτερον, πώς ξέρεις ότι θα σου τύχει; Τόσο μεγάλη που είναι η πίτα, θα είμαστε τυχεροί αν δεν το φάει κανείς κατά λάθος ή κάτι τέτοιο».
Ο Σείριος γέλασε ανέμελα, τινάζοντας τα μακριά του μαλλιά. «Αυτά είναι προλήψεις».
«Όπως θες», έκανε ο Ρέμους ανασηκώνοντας τους ώμους. «Τι ώρα είναι;»
«Έντεκα και μισή», απάντησε ο μελαχρινός νεαρός κοιτώντας το ρολόι του. «Θα έχουν μαζευτεί όλοι τώρα».
Πράγματι, στην τραπεζαρία επικρατούσε πανικός. Πολλοί από τους παρευρισκόμενους είχαν έρθει για τον χαβαλέ, ενώ άλλοι επειδή έπρεπε. Όμως το κέφι των πρώτων ήταν τόσο μεταδοτικό που και οι υπόλοιποι χαλάρωναν σιγά-σιγά. Τώρα η Ιντέγκρα έπινε κόκκινο κρασί και συζητούσε για πολιτικά, οικονομικά και θρησκευτικά θέματα, σε πολύ σοβαρό τόνο, με τον Επιτελάρχη του αυτοκρατορικού στρατού Αγιανάμι και τον Λόρδο Άσριελ, με τον Άλουκαρντ να την τριγυρίζει σαν τον Χάρο, τρομάζοντας οποιονδήποτε τολμούσε να πλησιάσει. Λίγο πιο δίπλα ο Ξέρξης Μπρέικ είχε πέσει στα γλυκά, εξαφανίζοντάς τα με τόσο γρήγορους ρυθμούς που οι άλλοι είχαν αρχίσει να κρατάνε μερικά για τον εαυτό τους, φοβούμενοι ότι δεν θα έμενε τίποτα.
Ο Λελούς είχε πιάσει εντωμεταξύ κουβέντα με τον Λάιτ Γιαγκάμι και η C.C. με τον L, σε μια προσπάθεια να τους κρατήσουν μακριά τον ένα απʼ τον άλλον, για να μην καταλήξει σε μακελειό η γιορτή. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα νοητικά παιχνίδια έδιναν κι έπαιρναν.
Κάπου αλλού, ο Άραγκορν κι ο Φάραμιρ σχολίαζαν την κατασκευή του κάστρου, μιας και σκέφτονταν να εφαρμόσουν κάποια από τα αρχιτεκτονικά του σχέδια στη Μίνας Τίριθ ώστε να γίνει πιο ισχυρή στην άμυνα. Έδειχναν αψίδες και κολώνες ο ένας στον άλλο, σκέφτονταν αν οι Νάνοι θα κατάφερναν να φτιάξουν κάτι ανάλογο, και θαύμαζαν ιδιαίτερα το μαγικό ταβάνι που έδειχνε τον ουρανό.
Η Μπέλατριξ Λεστρέιντζ και ο Νταρθ Ρέβαν διασκέδαζαν λέγοντας «μαύρα» ανέκδοτα ο ένας στον άλλο, ενώ ο δρ. Χάουζ προσπαθούσε να πείσει τον Όμπι-Γουάν Κενόμπι ότι η Δύναμη δεν υπάρχει, ότι είναι απλώς ένα ψέμα και ότι ακόμα και οι Τζεντάι λένε ψέματα, κατά το γνωστό “everybody lies”. Εντωμεταξύ, η μικρή Τσιμπιτάλια έπαιζε με την Τσι, το λευκόγκριζο γατάκι, προσφέροντας ένα άκρως χαριτωμένο θέαμα.
Οι πιο εκτός τόπου και χρόνου καλεσμένες ήταν η Κονάτα Ιζούμι και η Κιρίνο Κουσάκα, που ήταν λες κι είχε βρει ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και κουβέντιαζαν πολύ ζωηρά για τα αγαπημένα τους άνιμε και βιντεοπαιχνίδια. Παρόλο που διαφωνούσαν σε αρκετά σημεία, η συζήτηση ήταν εξαιρετικά παθιασμένη, σε σημείο όσοι τις πλησίαζαν έστω και κατά τύχη να δαγκώνονται και να απομακρύνονται διακριτικά.
Στο κέντρο του υπερυψωμένου μεγάλου τραπεζιού καθόταν ένας μαυροντυμένος μάγος διαβάζοντας ένα χοντρό δερματόδετο βιβλίο. Η κουκούλα του έπεφτε στα μάτια κρύβοντας το πρόσωπό του. Φαινόταν εντελώς απορροφημένος και αδιάφορος στον θόρυβο γύρω του, μέχρι που ο βοηθός του, ένα ψηλό μελαχρινό ξωτικό ονόματι Ντάλαμαρ, τον έπιασε από τον ώμο.
«Δάσκαλε», ψιθύρισε, «κοντεύει 12».
Εκείνος σήκωσε τα φρύδια του ειρωνικά. «Α ναι».
Έκλεισε το βιβλίο του και σηκώθηκε. Αμέσως κάθε κουβέντα στην αίθουσα σταμάτησε και όλα τα βλέμματα γύρισαν πάνω του. Δεν ήταν παράξενο. Ο Ρέστλιν Μαζέρ ήταν ένας από τους πιο δυνατούς μάγους της εποχής του. Και η εμφάνισή του δεν ήταν λιγότερο αξιοπρόσεκτη.
Χρυσά μάτια σε σχήμα κλεψύδρας σάρωσαν την τραπεζαρία. Τα φαγητά, ο καλοντυμένος και κεφάτος κόσμος, η διακόσμηση, δεν του έκαναν καμία εντύπωση –όλα ήταν νεκρά και ξεθωριασμένα στα μάτια του. Αναστέναξε. Είχε αναλάβει αυτή τη δουλειά και έπρεπε να την τελειώσει.
«Καλωσορίσατε», άρχισε. Η φωνή του ήταν πολύ χαμηλή αλλά η δύναμη που εξέπεμπε έκανε τον κόσμο να μείνει σιωπηλός περιμένοντας τη συνέχεια. «Όπως ίσως ξέρετε, αυτές οι γιορτές δεν έχουν κανένα νόημα για μένα. Αλλά αφού κάποιοι», έριξε μια δηλητηριώδη ματιά στον Ντάλαμαρ λίγο πιο πέρα, «με έπεισαν να το κάνω, θα το κάνω».
Άπλωσε το χέρι του κι άκουσε τους παρευρισκόμενους να κρατούν την ανάσα τους. Το δέρμα του είχε μια χρυσή απόχρωση και σίγουρα δεν ήταν και το πιο υγιές. Πάντα ήταν κοκαλιάρης, αλλά μετά τη Δοκιμασία είχε φτάσει σε άλλα επίπεδα σωματικής αδυναμίας.
«Ο χρόνος κοντεύει να αλλάξει. Έχει απομείνει λιγότερο από ένα λεπτό. Όμως δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει οτιδήποτε άλλο στις ζωές μας. Παρʼ όλα αυτά θα σας ζητήσω να μετρήσετε αντίστροφα από το 10 από… τώρα».
Σχεδόν όλοι έκαναν αυτό που τους είπε. Οι λίγοι που δεν συμμετείχαν στο countdown απλώς συνέχισαν να πίνουν το κρασί τους απαθείς.
Στο 0, η τραπεζαρία γέμισε ζητωκραυγές και μουσική, κι οι καλεσμένοι άρχισαν να αγκαλιάζονται και να εύχονται καλή χρονιά ο ένας στον άλλο. Τα σπιτικά ξωτικά πλησίασαν την τεράστια βασιλόπιτα κι άρχισαν να κόβουν κομμάτια για όλους όσους είχαν μπει στη σειρά.
Εκμεταλλευόμενος το χάος, ο Λελούς πλησίασε τον Ρέστλιν που είχε καθίσει ξανά στη θέση του, ασθμαίνοντας και βήχοντας.
«Μπορώ να κάνω μια πρόσθεση στον λόγο;» ρώτησε.
Ο μάγος τον κοίταξε με περιέργεια αλλά σύντομα η έκφρασή του έγινε κενή. «Κάνε ό,τι θες».
Ο νεαρός χαμογέλασε και γύρισε στον κόσμο. Άνοιξε τα χέρια διάπλατα και είπε, με δυνατή και σταθερή φωνή που έκανε τους πάντες να τον κοιτάξουν:
«Ο Δάσκαλος Μαζέρ είπε πως δεν θα αλλάξει τίποτα στις ζωές μας. Δεν είναι αλήθεια. Αν πιστέψετε στις δυνάμεις σας, μπορείτε να βελτιώσετε τη ζωή σας. Όμως μην κάνετε υποσχέσεις που δεν θα τηρήσετε μόνο και μόνο επειδή είναι Πρωτοχρονιά. Υποσχεθείτε κάτι στον εαυτό σας μόνο αν πιστεύετε ότι μπορείτε να το κάνετε. Μόνο έτσι θα αλλάξει ο κόσμος, αν αλλάξει ο καθένας μέσα του. Και μετά αν συνεργαστούμε, αν βάλουμε όλη μας τη ψυχή σʼ αυτό, μπορούμε να αλλάξουμε το σαπισμένο σύστημα, την καταπίεση και τη δυστυχία. Καλή χρονιά σε όλους λοιπόν!»
Χειροκροτήματα αντήχησαν σε όλη την αίθουσα και ο Λελούς κατέβηκε από το βάθρο και πήγε να βρει τη C.C.
«Ωραίος λόγος. Αλλά πάω στοίχημα ότι κανείς δεν θα τον θυμάται μέχρι αύριο», του είπε πειραχτικά.
Εκείνος κατσούφιασε. «Γιατί πρέπει να μου το χαλάς πάντα;»
«Γιατί έτσι», γέλασε η C.C. και τον φίλησε. Μετά τίναξε τα μαλλιά της. «Πάμε να πάρουμε πίτα».
Τελικά τα φλουριά ήταν δύο και έπεσαν στον Άλουκαρντ (που όπως ήταν αναμενόμενο δεν έφαγε το κομμάτι του αλλά το έδωσε στον Μπρέικ) και στην Τσιμπιτάλια. Οι περισσότεροι έφαγαν όσο τους έπαιρνε, μερικοί μάλιστα πήραν και δεύτερο κομμάτι από την πίτα, αλλά λόγω του μεγέθους της σε συνδυασμό με την τεράστια ποικιλία άλλων φαγητών και γλυκών, περίσσεψαν πολλά κομμάτια.
Ακολούθησε ζωντανή μουσική από τις Spellbound, που έπαιξαν και δικά τους κομμάτια αλλά και διασκευές χριστουγεννιάτικων και άλλων.
Ήταν περίπου 3 το πρωί όταν οι καλεσμένοι αποσύρθηκαν στους κοιτώνες, που είχαν επιστρατευτεί ειδικά για την περίσταση, για να ξεκουραστούν, αφού είχαν φάει, πιει και χορέψει όσο δεν είχαν όλο τον χρόνο. Ακόμα και αυτοί που δεν τους εξίταρε η ιδέα του εορτασμού της Πρωτοχρονιάς, είχαν περάσει απρόσμενα καλά.
Καθώς ένας-ένας έπεφταν στα κρεβάτια τους και τα φώτα στο Χόγκουαρτς έσβηναν, βυθίζοντάς το στο σκοτάδι, ένα πεφταστέρι διέσχισε τον νυχτερινό ουρανό, και η ευχή που έκαναν όσοι το είδαν ήταν η ίδια: να ήταν κάθε μέρα σαν τη σημερινή.