Σημείωση: Η Ρέα με έκανε να ανεβάσω την ιστορία στο φόρουμ.
Και θα βάλω και τη συνέχεια, έτσι για να χαρεί.
Σημείωση Νο2: Το όνομα της κοπέλας δεν έχιε καμιά σχέση με το μέλος του φόρουμ!
Κεφάλαιο Πρώτο
Αλλαγές
Τικ.. τοκ.. τικ.. τοκ.. τικ.. τοκ.. «Πότε θα πάει εφτά;» ψιθύρισε σιγά. Τικ.. τοκ.. τικ.. τοκ.. τικ.. «Τρία, δύο, ένα.. Επιτέλους».
Αναστέναξε σιγανά καθώς είχε φτάσει μια από τις χειρότερες στιγμές της μέρας. Έπρεπε να σηκωθεί από το κρεβάτι χρησιμοποιώντας όλα τα αποθέματα ενέργειας που είχε συλλέξει ο οργανισμός της με τριάντα λεπτά ύπνου. Έσφιξε τους μύες των χεριών της για να τονώσει την κυκλοφορία του αίματος και τους χαλάρωσε ξανά. Το έκανε αυτό για αρεκτή ώρα μέχρι που αποφάσισε να στηριχτεί στους αγκώνες της.
«Πάει το πρώτο βήμα» μουρμούρισε όταν το κατάφερε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μάζεψε τα πόδια της και άγγιξε τις πατούσες της στο πάτωμα βογκώντας. Οι κλειδώσεις της στα κάτω άκρα την πονούσαν εκνευριστικά πολύ. Στήριξε όλο της το βάρος στα χέρια της και σιγά σιγά έκατσε κανονικά στο κρεβάτι της. Έσκυψε το κεφάλι της αφήνωντας μερικές μπούκλες να ορμήξουν στο πρόσωπό της και πρόσεξε τα πόδια της. Είχε αδυνατίσει επικίνδυνα πολύ και τα πόδια της ήταν σαν καλάμια. Πρόσεξε τα χέρια της και για μια στιγμή φοβήθηκε με την κατάσταση όχι μόνο εκείνων αλλά όλου του σώματός της. Το δέρμα της είχε κολλήσει στα κόκκαλά της ενώ δεν υπήρχε ίχνος λίπους. Ήταν τόσο αδύνατη που σε κάθε της κίνηση κάποιος θα φοβόταν πως θα έσπαγε.
Συνοφρυώθηκε αλλά ξέχασε αμέσως το λόγο της κίνησής αυτής. Απλές λεπτομέρειες ήταν όλα αυτά. Γιατί να ανησυχεί; Ακόμη και να το ήθελε, δεν μπορούσε να αρρωστήσει λόγω της κακής διατροφής της. Τουλάχιστον αυτό έλεγε στον εαυτό της...
Σηκώθηκε όρθια και πήγε προς το μικρό κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της, κάτω από το μικρό παράθυρο με τις μωβ κουρτίνες. Έσκυψε και άνοιξε το πρώτο συρταράκι όπου βρήκε το παλιό της ημερολόγιο. Υπολόγισε λίγο τις μέρες της διαμονής της στο μέρος εκείνο και είδε ποια μέρα ήταν εκείνη.
«Πέμπτη... Έρχεται σιγά σιγά η μέρα του σχολείου» είπε κουρασμένα και ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Άνοιξε τα μάτια της απότομα και αντιστάθηκε στην χαλαρότητα που ένιωθε το σώμα της. Δεν ήθελε να ξαναλιποθυμήσει στο δωμάτιό της.
Στάθηκε δίπλα στο κομοδίνο της και γονάτισε με την πλάτη στον τοίχο. Ακριβώς από πάνω της ο αέρας που έμπαινε από το δωμάτιο, την έκανε να ανατριχιάσει. Αγκάλιασε τα γόνατά της και τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν στο παλιό της δωμάτιο. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε ένα ξεθωριασμένο κίτρινο χρώμα ενώ το ταβάνι ήταν λευκό και γεμάτο ρωγμές. Στα αριστερά της το μικρό κομοδίνο, φτιαγμένο από έβενο, μαρτυρούσε πως έπρεπε να το πάρουν για απόσυρση ενώ το κρεβάτι φαινόταν ουτοπικό δίπλα του. Στα δεξιά της ένας μεγάλος αποθηκευτικός χώρος, κι αυτός φτιαγμένος από έβενο, δε μαρτυρούσε πως μέσα του υπήρχαν όλα της τα υπάρχοντα. Δίπλα του, ένα παλιό πιάνο ήταν το μόνο πράγμα που πραγματικά της άρεσε στο δωμάτιό “της”. Απέναντί της βρισκόταν η πόρτα του δωματίου και η μικρή της τουαλέτα. Άχρηστη για εκείνη αλλά σημαντική για κάθε κοπέλα της ηλικίας της.
Ένα χτύπημα στην πόρτα έκανε τα μάτια της να καρφωθούν στην κλειδαρότρυπα.
«Εκάτη;» ακούστηκε η γνώριμη φωνή πίσω από την πόρτα. «Ξύπνησες;»
Δεν κουνήθηκε. Παρέμεινε ακίνητη μετρώντας τις αναπνοές της. Μία, δύο, τρεις, μία πιο κοφτή...
«Εκάτη;» ξαναρώτησε η κοπέλα.
«Άδικα περιμένεις..» σκέφτηκε η Εκάτη και περίμενε την ώρα που θα έφευγε η κοπέλα. Μετά από πέντε κοφτές αναπνοές ξανακούστηκε η φωνή.
«Ας αφήσω τουλάχιστον το φαγητό μέσα..» ακούστηκε να λέει η φωνή και η πόρτα άνοιξε.
Η Εκάτη έκλεισε γρήγορα τα μάτια της και παρέμεινε παγωμένη στη θέση της. Η κοπέλα μόλις μπήκε, σταμάτησε έχοντας το μισό σώμα της μέσα στο δωμάτιο. «Τα κλασικά...» σκέφτηκε η Εκάτη και προσπάθησε να μην κάνει αισθητές τις αναπνοές της. Έπρεπε να το παίξει για ακόμη μια φορά κοιμισμένη. Δεν ήθελε να τη δουν έτσι οι άλλοι... Αν και ήξεραν τι είχε συμβεί.
«Σκέψου κάτι άλλο, σκέψου κάτι άλλο..» άρχισε να λέει μανιασμένα στον εαυτό της και έσφιξε τα χείλη της.
«Καημενούλα..» ψιθύρισε η κοπέλα που δεν έκανε όμως βήμα από τη θέση της.
«Φυσικά, όλοι με βλέπουν ως καημενούλα. Τι μπανάλ» σκέφτηκε η Εκάτη και χάρηκε που δεν μπορούσε να τη δει η κοπέλα. Εκείνη, μπήκε στο δωμάτιο και μετά από τρία βήματα άφησε ένα δίκο κάτω στο πάτωμα, παίρνοντας το δίσκο της προηγούμενη μέρας. Έπειτα γύρισε και πριν βγει από το δωμάτιο στάθηκε λίγο στην πόρτα.
«Λίγο ακόμη έμεινε...» σκέφτηκε η Εκάτη και η κοπέλα έφυγε.
Άνοιξε τα μάτια της και είδε τον καινούργιο δίσκο στο πάτωμα. Είχε ένα μπολ δημητριακά με παγωμένο γάλα και ένα ποτήρι νερό. Σηκώθηκε από τη θέση της ενώ το αριστερό της πόδι είχε μουδιάσει. Περπάτησε με το ζόρι μέχρι το δίσκο, έσκυψε και πήρε το ποτήρι με το νερό. Ήπιε δυο γουλιές και το άφησε πίσω στη θέση του. Δεν έδωσε άλλη σημασία στο φαγητό και προχώρησε προς το παράθυρο. Έβγαλε το πρόσωπό της έξω και η αποπνικτική ζέστη την έκανε να ζαλιστεί. Τραβήχτηκε προς τα μέσα πάλι και έκλεισε τα πατζούρια. Αναστέναξε βαθιά και έκατσε πάλι στο πάτωμα.
Βρισκόταν ήδη μία εβδομάδα στο ορφανοτροφείο και ακόμη συμπεριφερόταν σα μια χαμμένη. Δεν είχε βγει καθόλου από το δωμάτιό της και δεν είχε κανένα σκοπό να το κάνει αυτό. Για ποιο λόγο άλλωστε; Τι θα κέρδιζε από αυτό; Τα είχε χάσει ήδη όλα και δεν υπήρχε τρόπος να τα κερδίσει πίσω. Ο χρόνος δε γύριζε πίσω με τίποτα, όσο κι αν το ήθελε.
Για αυτό κιόλας είχε υπογράψει βουβά την καταδίκη της. Πενθούσε για αυτά που έχασε λέγοντας όχι σε όσα θα την έκαναν καλά. Δεν έτρωγε παρά μόνο όσο έπρεπε για να παραμείνει ζωντανή. Έπινε μόνο μερικές γουλιές νερό για να μην αφυδατωθεί ο οργανισμός της και δεν κατανάλωνε τίποτα περισσότερο από τα απαραίτητα. Ήταν ευχαριστημένη με όλα αυτά γιατί ήξερε πως μπορεί να κρατούσε τον εαυτό της ζωντανό για τους επόμενους μήνες αλλά μετά από δύο ή ακόμη και ένα χρόνο, ο οργανισμός της δε θα άντεχε άλλο.
«Είσαι κουφιοκέφαλη... το ξέρεις αυτό;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
Γύρισε το κεφάλι της απότομα και τον είδε εκεί. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι της, φορώντας τα αγαπημένα του ρούχα και παίζοντας με την κλασική μπάλα του τέννις. Χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά από πολλές μέρες στη θέα του.
«Δεν είμαι κουφιοκέφαλη.. Απλά έχω σχέδιο».
«Το ξέρεις όμως πως όταν σχεδιάζουμε κάτι τότε ο Θεός μας τα χαλάει όλα».
«Δεν υπάρχει Θεός» είπε σκληρά η Εκάτη και κοίταξε απέναντι στον καθρέφτη της.
«Φυσικά και υπάρχει» είπε εκείνος γελώντας. «Δε νομίζεις πως ξέρω καλύτερα ως μεγαλύτερός σου;»
«Εάν υπήρχε δε θα είχε συμβεί όμως ό,τι έγινε» είπε ξανά η Εκάτη και έσφιξε τα χείλη της.
Εκείνος σταμάτησε να παίζει με την μπάλα του και άρχισε να την παρατηρεί.
«Το ήξερες πως θα γινόταν».
«Όχι τόσο σύντομα όμως».
«Τα είχες όλα σχεδιασμένα για τη ζωή σου».
«Δεν ισχύει αυτό που λες!» είπε η Εκάτη και τον κοίταξε. Μετά χαμήλωσε το κεφάλι της. Δεν είχε και πολύ άδικο σε αυτά που της έλεγε...
«Συμβιβάσου με τα πράγματα έτσι όπως είναι» είπε εκείνος. Σήκωσε το κεφάλι της για να του αντιμιλήσει αλλά εκείνος δεν βρισκόταν πια εκεί.
Ένα δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια της και παρέμεινε στη θέση της για λίγα λεπτά. Μετά όρμηξε στο κρεβάτι της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, κρατώντας τα σκεπάσματα στην αγκαλιά της.