Salon de Coiffure et de Beauté “HairWorld”
Σουρεάλ θεατρικό σε δύο πράξεις.
Χαρακτήρες:
ΚΙΤΣΑ: χήρα ιδιοκτήτη κομμωτηρίου
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΠΙΣΠΥΡΙΓΚΟΣ: δεσμός της Κίτσας
ΣΤΑΣΑ: αδερφή του ιδιοκτήτη κομμωτηρίου
ΛΙΝΟΣ: νέος ιδιοκτήτης κομμωτηρίου, μετρ κομμωτικής
ΤΟΥΛΑ: μακιγιέζ
ΦΛΩΡΑ: μανικιουρίστα
ΚΟΥΛΗΣ: βοηθός πιστολάκι
ΣΙΛΒΗΣ: ανταύγειες
ΦΙΦΗΣ: κομμωτής
ΜΠΟΥΛΑ: κομμώτρια
ΝΙΤΣΑ: βοηθός κομμωτηρίου
ΛΑΛΑΚΗΣ: γείτονας
ΒΕΤΑ: πελάτισσα κομμωτηρίου
ΤΖΙΑ: πελάτισσα κομμωτηρίου
ΛΟΧΑΓΟΣ ΤΣΑΛΔΑΡΗΣ: πελάτης κομμωτηρίου
ΤΡΑΤΑΣ: πελάτης κομμωτηρίου
ΛΟΥΛΑ και ΛΟΥΛΟΣ: το φουξ ζευγάρι, πελάτες κομμωτηρίου
ΜΑΝΤΑΜ ΠΑΝΣΕ: γειτόνισσα και πελάτισσα κομμωτηρίου
Kος Λουκάς: Θεοσεβούμενος γείτονας
- ΠΡΑΞΗ Αʼ -
Το Salon de Coiffure et de Beauté “HairWorld” είναι ένα συνοικιακό κομμωτήριο που βρίσκεται στο Παλαιό Φάληρο, στην οδό Σεβ & Εν 13. Ο ιδιοκτήτης του κομμωτηρίου έχει πεθάνει λίγους μήνες πριν, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας υπόγειος πόλεμος ανάμεσα στη χήρα του εκλιπόντος και την αδερφή του, για το ποια θα κληρονομήσει την επιχείρηση.
Μια μέρα που ήλιος της φαντασίας έλουζε την τζαμαρία του κομμωτηρίου, φωτίζοντας τους ροζ-χρυσαφί τοίχους του, ακούστηκαν φωνές έξω από το κομμωτήριο. Όλη η γειτονιά βγήκε ανάστατη στα μπαλκόνια και είδε την Κίτσα να ξεμαλλιάζεται με τη Στάσα.
Σουρεάλ θεατρικό σε δύο πράξεις.
Χαρακτήρες:
ΚΙΤΣΑ: χήρα ιδιοκτήτη κομμωτηρίου
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΠΙΣΠΥΡΙΓΚΟΣ: δεσμός της Κίτσας
ΣΤΑΣΑ: αδερφή του ιδιοκτήτη κομμωτηρίου
ΛΙΝΟΣ: νέος ιδιοκτήτης κομμωτηρίου, μετρ κομμωτικής
ΤΟΥΛΑ: μακιγιέζ
ΦΛΩΡΑ: μανικιουρίστα
ΚΟΥΛΗΣ: βοηθός πιστολάκι
ΣΙΛΒΗΣ: ανταύγειες
ΦΙΦΗΣ: κομμωτής
ΜΠΟΥΛΑ: κομμώτρια
ΝΙΤΣΑ: βοηθός κομμωτηρίου
ΛΑΛΑΚΗΣ: γείτονας
ΒΕΤΑ: πελάτισσα κομμωτηρίου
ΤΖΙΑ: πελάτισσα κομμωτηρίου
ΛΟΧΑΓΟΣ ΤΣΑΛΔΑΡΗΣ: πελάτης κομμωτηρίου
ΤΡΑΤΑΣ: πελάτης κομμωτηρίου
ΛΟΥΛΑ και ΛΟΥΛΟΣ: το φουξ ζευγάρι, πελάτες κομμωτηρίου
ΜΑΝΤΑΜ ΠΑΝΣΕ: γειτόνισσα και πελάτισσα κομμωτηρίου
Kος Λουκάς: Θεοσεβούμενος γείτονας
- ΠΡΑΞΗ Αʼ -
Το Salon de Coiffure et de Beauté “HairWorld” είναι ένα συνοικιακό κομμωτήριο που βρίσκεται στο Παλαιό Φάληρο, στην οδό Σεβ & Εν 13. Ο ιδιοκτήτης του κομμωτηρίου έχει πεθάνει λίγους μήνες πριν, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας υπόγειος πόλεμος ανάμεσα στη χήρα του εκλιπόντος και την αδερφή του, για το ποια θα κληρονομήσει την επιχείρηση.
Μια μέρα που ήλιος της φαντασίας έλουζε την τζαμαρία του κομμωτηρίου, φωτίζοντας τους ροζ-χρυσαφί τοίχους του, ακούστηκαν φωνές έξω από το κομμωτήριο. Όλη η γειτονιά βγήκε ανάστατη στα μπαλκόνια και είδε την Κίτσα να ξεμαλλιάζεται με τη Στάσα.
ΚΙΤΣΑ: Να φύγεις μωρή! Να φύγεις τώρα! Το κομμωτήριο ήταν του άντρα μου και τώρα μου ανήκει. Τι δουλειά έχεις εσύ; Να πας να βρεις άντρα να τον κληρονομήσεις, μωρή γεροντοκόρη!
ΣΤΑΣΑ: Εγώ δεν έχω δουλειά εδώ; Στο μαγαζί του αδερφού μου; Εσύ το πολύ-πολύ να πάρεις το 25%. Το υπόλοιπο 75% θα περάσει σε μένα. Το κατάλαβες, ξόανο;
ΚΙΤΣΑ: Σε σένα; Ας γελάσω! Μήνες, για να μην πω χρόνια, είχες να μιλήσεις στον αδερφό σου και τον θυμήθηκες αφού πέθανε; Ωραία αγάπη του είχες του μακαρίτη.
ΣΤΑΣΑ: Δεν ήξερα να τον τιμήσω σαν εσένα που πριν κλείσουν 40 μέρες από τον θάνατό του, κουβάλησες το παιδοβούβαλο στο σπίτι.
Εκείνη την ώρα πλησιάζει ο αστυνόμος Πισπυρίγκος κρατώντας δύο τυρόπιτες και μασουλώντας πότε τη μια και πότε την άλλη.
ΠΙΣΠΥΡΙΓΚΟΣ: Για μένα λέει; Όταν έρχεσαι και μου τρίβεσαι και μου την πέφτεις τότε δεν είμαι παιδοβούβαλο; Είμαι ωραίος;
ΚΙΤΣΑ: ΤΙΙΙΙ; Σου την πέφτει; Δηλαδή εσύ θες να μου φας και το μαγαζί και τον άντρα. ΤΣΟΚΑΡΟ!
ΣΤΑΣΑ: Κράτα τον, τον μπούλη χάρισμά σου. Δεν έχω τόσα λεφτά για να τον ταΐζω. Αλλά το κομμωτήριο θα το πάρω εγώ, που ο κόσμος να χαλάσει. Εσύ να περιμένεις να τα τινάξει και αυτός εδώ, για να κληρονομήσεις την επίσημη στολή που έχει για τις εθνικές γιορτές, να την φοράς στις απόκριες. Για μάσκα δεν το συζητώ, η μούρη σου ξεπερνά ακόμα κι αυτή του γορίλα.
ΚΙΤΣΑ: ΤΙ ΕΊΠΕΣ; ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ!
ΣΤΑΣΑ: ΜΗ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ, ΜΩΡΗ. ΦΥΓΕ ΚΙ ΕΣΥ ΡΕ ΒΛΑΚΑ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ, ΜΕ ΕΧΕΙΣ ΓΕΜΙΣΕΙ ΜΕ ΨΙΧΟΥΛΑ!
Μέσα στο κομμωτήριο...
ΚΟΥΛΗΣ: Καλέ, θέαμα γίναμε πάλι στη γειτονιά. Έχουν βγει από τα μπαλκόνια και τις χαζεύουν. Να θέλει να έρθει κανείς στο κομμωτήριο και να μην τολμάει να μπει γιατί θα φοβάται μην τον δείρουν κι αυτόν.
ΦΛΩΡΑ: Τρεις μήνες τώρα δεν έχουμε δουλειά εξ αιτίας τους, έτσι κι αλλιώς. Αφού κάθεμιά τους πιάνει ξεχωριστά έναν-έναν τους πελάτες και τους λέει να μην έρθουν, γιατί θέλει να κάνει ζημιά στην άλλη. Και τελικά κάνουν ζημιά σε εμάς και στο μαγαζί. Οι καρακοτάρες!
ΦΙΦΗΣ: Μη συγχύζεσαι Φλώρα μου τώρα που μου φτιάχνεις τα νύχια. Κοντεύεις να μου κόψεις με το πενσάκι όλο το δάχτυλο αντί για τις παρανυχίδες.
ΤΟΥΛΑ: Έχει δίκιο η Φλώρα. Από όταν πέθανε το αφεντικό αυτές, κάθε μέρα σκοτώνονται και διώχνουν την πελατεία. Ως πότε θα αντέξουμε να μην πληρωνόμαστε; Άσε που βαρέθηκα να μου κάνει ανταύγειες ο Σιλβής κάθε δυο μέρες για να του περάσει η ώρα.
ΜΠΟΥΛΑ: Κάτι πρέπει να γίνει. Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Έχουμε κι εμείς ανάγκες. Είδα κάτι σούπερ σέξι εσώρουχα εχτές καθώς ερχόμουν εδώ, στο μαγαζί της Πίτσας αλλά πώς να τα αγοράσω; Να τις δώσω ρόλεϊ να μου δώσει βρακιά; Δηλαδή το σκέφτηκα να της το προτείνω αλλά δεν ξέρω αν θα δεχτεί.
ΝΙΤΣΑ: Αχ πέθανε ο μαύρος και δεν πρόλαβε να με κάνει κομμώτρια. Πάλι με τη σκούπα στο χέρι έμεινα. ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ, ΕΓΩ ΠΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΩ ΚΟΜΜΩΤΡΙΑ; Μια ζωή θα σκουπίζω τις τρίχες;
ΣΙΛΒΗΣ: Τρέλανέ με τώρα! Μαύρο ήταν το αφεντικό; Αφρικανός σα να λέμε;;;
ΝΙΤΣΑ: Όχι καλέ. Που λέει ο λόγος. Τον θυμάσαι εσύ να ήταν μαύρος;
ΣΙΛΒΗΣ: Α, δεν τον είχα δει ποτέ. Μου έστειλε και υπέγραψα το συμβόλαιο με ένα δικηγόρο και τον μισθό μου, τον έβαζε στην τράπεζα.
ΦΛΩΡΑ: Ήταν ήδη άρρωστος όταν σε προσέλαβε και δεν πολυέβγαινε από το σπίτι. Για αυτό δεν τον είχες δει.
ΤΟΥΛΑ: Ενώ η Κίτσα έβγαινε και παραέβγαινε. Έτσι γνώρισε και τον Πισπυρίγκο.
ΦΙΦΗΣ: Μας κουβάλησε τον μπάτσο μέσα στον χώρο της δουλειάς μας και αναγκάζομαι ΕΓΩ που είμαι επαναστάτης και αριστερός να μιλάω με αυτόν! Που καλύτερα το έχω να φάω ένα μαγκάλι κάρβουνα παρά να μιλήσω σε μπάτσο. Αλλά τι να κάνω; Τα υπομένω όλα λόγω της δουλειάς μου. Αν και σκέφτομαι να παραιτηθώ.
ΜΠΟΥΛΑ: Πάλι θα παραιτηθείς;
ΦΙΦΗΣ: Έχω να παραιτηθώ εδώ και έξι μήνες γιατί σεβόμουν την δύσκολη κατάσταση της υγείας του μακαρίτη του αφεντικού. Έχει περάσει πολύς καιρός. Θα είχα παραιτηθεί ήδη αλλά δεν ξέρω σε ποια να υποβάλλω την παραίτησή μου. Στην Κίτσα ή στην Στάσα;
ΦΛΩΡΑ: Να σε ρωτήσω κάτι. Γιατί παραιτείσαι συνέχεια;
ΦΙΦΗΣ: Γιατί είμαι αντιδραστικός και όπως είπα και πριν, επαναστάτης και δεν ανέχομαι την καταπίεση του κεφαλαίου.
ΦΛΩΡΑ: Σιγά ρε επαναστάτη του γλυκού νερού. Αφού οι δικοί σου, σου στέλνουν κάθε μήνα έμβασμα, αρκετά μεγάλο, από το εξωτερικό.
ΦΙΦΗΣ: Αυτό δεν έχει καμία σημασία! Αλλά που να καταλάβεις εσύ που κάνεις παρέα μόνο με τις λεφτούδες που τους φτιάχνεις τα νύχια. Μόνο η κυρία Βέτα και η κυρία Τζία με καταλαβαίνουν. Εσύ ούτε σε μια διαδήλωση δεν έχεις έρθει και τολμάς και μου μιλάς;
ΦΛΩΡΑ: Έχω αλλεργία. Θα πάθω ασφυξία από τα δακρυγόνα.
ΦΙΦΗΣ: Φτηνές δικαιολογίες. Άμα ήθελες...
ΜΠΟΥΛΑ: Εγώ έχω πάει σε διαδηλώσεις.
Όλοι γυρνούν και την κοιτούν έκπληκτοι.
ΤΟΥΛΑ: Εσύ; Γιατί; Πήγαινες για να αγοράσεις σουτιέν και έχασες τον δρόμο;
ΜΠΟΥΛΑ: Όχι καλέ. Επειδή είμαι ενεργή πολίτης και ενδιαφέρομαι για το τι συμβαίνει γύρω μου αλλά και γιατί άκουσα ότι εκεί συχνάζουν ωραία τεκνά. Για την ακρίβεια πάω σε όλες τις διαδηλώσεις.
ΦΙΦΗΣ: Σε όλες; Και πως δεν σε έχω δει;
ΜΠΟΥΛΑ: Γιατί πηγαίνω μόνο στις ευθείες. Ανηφοριές και κατηφοριές τις αποφεύγω. Πώς να τις περπατήσω με τα δωδεκάποντα; Οπότε πάω από την ευθεία και αν πετύχω ξανά κάπου την διαδήλωση, την ακολουθώ. Αν όχι, συνεχίζω ώσπου να φτάσω στην Ομόνοια και να πάρω το λεωφορείο για το σπίτι μου.
ΝΙΤΣΑ: Ναι αλλά αυτό που μόλις περιέγραψες, δε λέγεται διαδήλωση.
ΜΠΟΥΛΑ: Και πως λέγεται;
ΝΙΤΣΑ: Βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.
ΜΠΟΥΛΑ: Άντε γύρνα στην σκούπα σου, που θα κάνεις και την έξυπνη, εσύ σε εμένα που...
Εκείνη την στιγμή οι φωνές έξω από το κομμωτήριο δυναμώνουν ακόμα περισσότερο. Η Κίτσα έχει πιάσει από τα μαλλιά την Στάσα και της βαράει το κεφάλι στην πόρτα του κομμωτηρίου, ενώ η Στάσα ουρλιάζει. Σε λίγο η πόρτα υποχωρεί και έτσι οι δύο γυναίκες βρίσκονται μέσα στο κομμωτήριο, κρατώντας η μια την άλλη από τα μαλλιά. Πίσω ακολουθεί ο αστυνόμος Πισπυρίγκος, τρώγοντας δύο κρουασάν.
ΣΙΛΒΗΣ: Καλέ αυτές μπήκαν μέσα στο μαγαζί! Θα μας δείρουν κι εμάς! Τρέξτε να σωθείτε!
Ο Σιλβής αρχίζει να τρέχει πανικόβλητος μέσα στο κομμωτήριο ενώ τον ακολουθούν η Φλώρα με την Τούλα, προσπαθώντας να τον ηρεμήσουν. Οι υπόλοιποι προσπαθούν να χωρίσουν την Κίτσα με τη Στάσα. Κάποια στιγμή ο Σιλβής μπερδεύεται και πέφτει πάνω στον καναπέ. Η Φλώρα με την Τούλα πάνε από πάνω του και του κάνουν αέρα.
ΦΛΩΡΑ: Έλα βρε Σιλβή, ηρέμησε δεν θα μας πειράξουν εμάς.
ΣΙΛΒΗΣ: Τρέμω, τρέμω, τρέμω, τρέμω! Α πα πα πα πα!
ΤΟΥΛΑ: Για ποιο λόγο; Να δες, σταμάτησαν να τσακώνονται.
Και του δείχνει προς την άλλη μεριά του κομμωτηρίου όπου ο Φίφης με την Μπούλα έχουν πάρει τα ψαλίδια και προσπαθούν να ξεμπλέψουν τα χέρια της Στάσας από τα μαλλιά της Κίτσας και αντιστρόφως.
ΝΙΤΣΑ: Καλέ Σιλβή, κοτζάμ άντρας πώς κάνεις έτσι; Εσύ έχεις πάει και στρατό.
Ο Σιλβής τινάζεται έξαλλος από τον καναπέ.
ΣΙΛΒΗΣ: Είσαι κουλή μωρή; Πήγα εγώ στον στρατό; Πήρα απαλλαγή.
(Και γυρνώντας στην Τούλα και την Φλώρα) Όχι επειδή ένιωσα λίγο καλύτερα να σταματήσετε να μου κάνετε αέρα. Δεν τεμπελιάζουμε τώρα! (Και ξαναπέφτει στον καναπέ).
ΤΟΥΛΑ: Πώς είσαι τώρα;
ΣΙΛΒΗΣ: Καλύτερα είμαι, ηρέμησα κάπως. Έχω να πάρω τέτοια σύγχυση από τότε που ο Ναντίτο φίλησε την ανάπηρη και έκανε έξαλλη την θεάρα, την Σοράγια Μοντενέγκρο.
Εν τω μεταξύ η Κίτσα με την Σάσα έχουν αρχίσει πάλι να βρίζονται και να ξεμαλλιάζονται.
ΜΠΟΥΛΑ: Κυρία Στάσα, κυρία Κίτσα σταματήστε πια! Συνοικιακό κομμωτήριο καταντήσαμε,
ΦΛΩΡΑ: Γιατί, τι είμαστε;
ΚΙΤΣΑ: Α μην ακούω τρέλες! Συνοικιακό κομμωτήριο κοτζάμ Salon de Coiffure et de Beauté.
ΦΙΦΗΣ: Κυρία Κίτσα, κυρία Στάσα, καθίστε να σας φτιάξουμε τα μαλλιά. Πώς θα βγείτε έτσι έξω;
ΣΤΑΣΑ: Σε αυτήν να το πεις που μου όρμηξε στη μέση του δρόμου, στα καλά καθούμενα.
ΚΙΤΣΑ: Καλά καθούμενα; Εσύ με είπες μουτσούνα! Δεν κάθομαι Φίφη. Θέλω να φύγω το συντομότερο από εδώ. Δεν αντέχω να είμαι δίπλα στην κάρια ούτε λεπτό. Καλά είναι κι έτσι τα μαλλιά μου.
ΜΠΟΥΛΑ: Τι καλά, καλέ; Αυτά είναι λες και σας τα έχουν μασήσει κατσίκες. (η Κίτσα την κοιτάει αγριεμένη) Με την καλή έννοια.
ΣΤΑΣΑ: Να φύγεις. Δε σε κράτησε κανείς. Να με αφήσεις ήσυχη να διευθύνω επιτέλους, την επιχείρησή μου.
ΚΙΤΣΑ: Τι είπες; Σιγά μη φύγω. Εδώ θα κάτσω μέχρι να ξεκουμπιστείς.
ΝΙΤΣΑ: Αχ όχι γιατί θέλω να σκουπίσω και με εμποδίζετε.
ΚΙΤΣΑ: Άσε μας κι εσύ με τα σκουπίσματά σου.
ΝΙΤΣΑ: Εγώ φταίω που ο άντρας σας δεν με προήγαγε σε κομμώτρια αλλά με άφησε βοηθό;
ΣΤΑΣΑ: Όταν αναλάβω εγώ το μαγαζί, θα σε κάνω κομμώτρια.
ΚΙΤΣΑ: Ώστε αυτά κάνεις πίσω από την πλάτη μου! Τάζεις θέσεις για να με υπονομεύσεις, λες και είσαι υποψήφια βουλευτής, τρομάρα σου.
ΣΤΑΣΑ: Ναι, λες κι εσύ δεν κάνεις το ίδιο.
ΚΙΤΣΑ: ΕΓΩ;
ΣΤΑΣΑ: Εσύ και σκάσε. Τα ξέρω όλα. Μου τα έχουν πει.
ΚΙΤΣΑ: Ποιος; Πες μου ποιος είπε τέτοια ψέματα για μένα;
Ο Κούλης σφυρίζει δήθεν αδιάφορα και κάνει πως καθαρίζει μια βούρτσα.
ΣΤΑΣΑ: Ο κανένας, να μη σε νοιάζει. Δεν αποκαλύπτω τις πηγές μου.
ΚΙΤΣΑ: Γιατί ποια είσαι; Η Όλγα Τρέμη; Τέλος πάντων, δε με νοιάζει. Σκέφτηκα μόλις τώρα πώς θα λύσουμε το πρόβλημα με το μαγαζί.
ΣΤΑΣΑ: Πως;
ΚΙΤΣΑ: Θα ψηφίσουν όσοι εργάζονται εδώ και όποια πάρει τις περισσότερες ψήφους, αυτή θα πάρει και το κομμωτήριο. Συμφωνείς;
ΣΤΑΣΑ: Συμφωνώ!
ΦΛΩΡΑ: Τι λέτε; Δεν είναι δουλειά μας αυτό. Δεν μπορεί να αποφασίσουμε εμείς για κάτι τόσο σοβαρό. Για αυτές τις δουλειές ο κόσμος πάει στα δικαστήρια. Όχι στους κομμωτές.
ΚΙΤΣΑ: Μέχρι να βγάλει απόφαση το δικαστήριο θα πάρει χρόνια. Κι εγώ θέλω να αναλάβω τη διαχείριση τώρα. Αφού λοιπόν συμφωνεί και η Στάσα θα κάνουμε όπως είπα. Έχει κανείς άλλος αντίρρηση;
Κανείς δε μίλησε αλλά άρχισαν να μουρμουράνε μεταξύ τους.
ΚΟΥΛΗΣ: Ποια να βγάλουμε; Και οι δύο μισοπάλαβες είναι.
ΦΙΦΗΣ: Εγώ συμπαθώ πολύ την κυρία Στάσα αλλά και την κυρία Κίτσα.
ΤΟΥΛΑ: Μας φώτισες.
ΝΙΤΣΑ: Εγώ θα ψηφίσω την κυρία Κίτσα.
ΦΛΩΡΑ: Αφού η κυρία Στάσα σου είπε πως θα σε χρίσει κομμώτρια.
ΝΙΤΣΑ: Προφορικά, ενώ η κυρία Κίτσα μου έχει υπογράψει και συμφωνητικό.
ΦΛΩΡΑ: Και θα ψηφίσεις τη ζαβή;
ΝΙΤΣΑ: Ναι γιατί η άλλη τι είναι;
ΦΛΩΡΑ: Ναι αλλά η άλλη δεν δέρνει. Αυτή άμα θυμώσει θα σε τουμπανιάσει στις φάπες.
ΣΙΛΒΗΣ: Δεν ξέρω. Δεν θέλω καμιά από τις δύο.
ΤΟΥΛΑ: Μακάρι να βρισκόταν κάποιος άλλος να αναλάβει τη διαχείριση του μαγαζιού.
ΦΛΩΡΑ: Από το στόμα σου και στου Θεού τʼ αυτί.
Εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένας άντρας.
ΛΙΝΟΣ: Ήρθα! Νομίζω όλοι ξέρετε ποιος είμαι.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: ΟΧΙ!
ΦΛΩΡΑ: Άλλο ψώνιο μας βρήκε. Ένας σοβαρός άνθρωπος ποτέ δεν θα μπει εδώ μέσα.
ΛΙΝΟΣ: Τι εννοείται με το «όχι»;
ΚΟΥΛΗΣ: Ότι δεν ξέρουμε ποιος είσαι χρυσό μου. Και πρώτα-πρώτα, πώς σε λένε ματάκια μου;
ΛΙΝΟΣ: Λίνο. Είμαι ο νέος ιδιοκτήτης του κομμωτηρίου.
ΚΙΤΣΑ & ΣΤΑΣΑ: Ο ΠΟΙΟΣ;
ΛΙΝΟΣ: Ο νέος ιδιοκτήτης. Ορίστε και το συμβόλαιο.
ΚΙΤΣΑ: Θα λιποθυμήσω. Δεν μπορώ. Αυτή είναι η υπογραφή του μακαρίτη του άντρα μου.
ΣΤΑΣΑ: Για να δω. Ναι, όντως. Ποιος είστε κύριε; Από πού γνωρίζατε τον αδερφό μου;
ΛΙΝΟΣ: Τον είχα γνωρίσει πριν δυο χρόνια στη Νέα Υόρκη σε έναν διαγωνισμό κομμωτικής. Τότε ακόμα ήμουν φοιτητής. Μου είπε πως όταν τελειώσω τις σπουδές μου θα ήθελε να συνεργαστούμε. Όταν γύρισα στην Ελλάδα δεν κατάφερα να τον εντοπίσω ώσπου μια μέρα, πριν 7-8 μήνες περίπου, ήρθε και με βρήκε και μου είπε πως σε περίπτωση που πεθάνει, μου αφήνει το μαγαζί. Είχε φέρει και τα συμβόλαια μαζί του.
ΚΙΤΣΑ: Α, το κάθαρμα! Κι εγώ του στάθηκα κερί αναμμένο στις δύσκολες ώρες ενώ αυτός έδινε το μαγαζί μας σε έναν άγνωστο.
ΣΤΑΣΑ: Σπίρτο αναμμένο ίσως. Για κερί δεν το βλέπω. Εσύ από τις 24 ώρες της ημέρας, έλειπες τις 17 γιατί ήσουν μαζί με τον Πισπυρίγκο.
ΚΙΤΣΑ: Δεν το βουλώνεις, μη σε πιάσω από το μαλλί και σου πω εγώ.
ΛΙΝΟΣ: Κυρίες μου χωρίς να θέλω να σας θίξω, δεν μας ενδιαφέρουν τα προσωπικά σας. Αν δεν έχετε κάποια δουλειά να κάνετε εδώ, θα σας παρακαλούσα να φύγετε ώστε να γνωριστώ με το προσωπικό και να ξεκινήσουμε να δουλεύουμε, επιτέλους.
ΚΙΤΣΑ: Με μένα δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα. Θα πάω σε γραφολόγο, εσύ μπορεί να έχεις κάνει πλαστογραφία.
ΛΙΝΟΣ: Πήγαινε και σε διατροφολόγο το ίδιο μου κάνει.
ΣΤΑΣΑ: Φεύγω κι εγώ. Δεν ξέρω αν σας εμπιστεύομαι όμως. Είστε ανύπαντρος;
ΛΙΝΟΣ: Ναι.
ΣΤΑΣΑ: Τότε σας εμπιστεύομαι τυφλά. Αν θέλετε καμιά μέρα περάστε για καφέ από το σπίτι μου. Να πούμε και για τον αδερφό μου.
Η Κίτσα βγαίνει έξω σέρνοντας από το μανίκι τον Πισπυρίγκο που δεν έχει πολυκαταλάβει τι γίνεται γιατί ήταν απασχολημένος με μια ζαμπονοτυρόπιτα, ενώ η Στάσα αποχωρεί αφήνοντας την κάρτα με τη διεύθυνσή της στον Λίνο.
ΛΙΝΟΣ: Επιτέλους μόνοι. Θέλω να σας πω ότι θα αλλάξουν όλα εδώ μέσα. Τα χρώματα, η επίπλωση, τα μηχανήματα, ο τρόπος δουλειάς, τα πάντα. Ξεκινάει μια νέα εποχή για το “HairWorld”.
Ο Φίφης με τον Σιλβή πάνε και αγκαλιάζουν τον Λίνο.
ΦΙΦΗΣ: Καλώς ήρθες. Είσαι η τελευταία μας ελπίδα.
ΣΙΛΒΗΣ: Ναι και φοράς και ωραίο άρωμα. Από πού το πήρες;
ΦΛΩΡΑ: Εσύ Κούλη δεν θα πας να αγκαλιαστείς με το νέο αφεντικό;
ΚΟΥΛΗΣ: Αργότερα. Τώρα ακούω τι λένε η Κίτσα με τη Στάσα.
ΜΠΟΥΛΑ: Τι λένε;
ΚΟΥΛΗΣ: Βρίζονται.
ΤΟΥΛΑ: Α, οκ. Ρουτίνα δηλαδή.
ΝΙΤΣΑ: Καλώς ήρθατε κύριε Λίνο. Πότε θα με κάνετε κομμώτρια;
- ΤΕΛΟΣ Αʼ ΠΡΑΞΗΣ -