Οι Mονόκεροι αντιπροσώπευαν πολλά πράγματα: Πολύ συχνά αρετές όπως η αγνότητα και η ειλικρίνεια. Ήταν πολύ περήφανοι για να πιαστούν ζωντανοί. Σαν σύμβολο του φεγγαριού, το πλάσμα αυτό ανήκε στη Θεά Άρτεμη (στα λατινικά Diana), που ήταν Θεά της σελήνης και του κυνηγιού.
Αιώνιος ομόλογος του Μονόκερου, το λιοντάρι. Και τα δύο θεωρούνταν βασιλείς των ζώων και κάποτε οι κλαγγές τους ακούγονταν στα δάση. Το πώς το λιοντάρι ήρθε στην Ευρώπη για να φτάσει να ακούγεται στα δάση, φαίνεται να είναι ένα ακόμα μυστήριο. Κάποιον καιρό αργότερα, όταν ο Μονόκερος αντιπροσώπευε την άνοιξη και το λιοντάρι το καλοκαίρι, το τέλος των κλαγγών τους έλεγαν ότι επηρέαζε τις εποχές του χρόνου. Όπου, στους διάφορους συμβολισμούς, το Λιοντάρι αντιπροσωπεύει την τάση επιβολής μιας τάξης πραγμάτων στον κόσμο με τη δύναμη, ο Μονόκερος μάχεται υπέρ της επικράτησης τάξης μέσα από την εσωτερική επίγνωση και την κατανόηση. Συχνά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, αλλά οι αντίθετες προσεγγίσεις τείνουν στην αιώνια πάλη. Όταν το Λιοντάρι και ο Μονόκερος συνεργάζονται αρμονικά για κοινό σκοπό, κανένα πλάσμα δεν τους αντιστέκεται, γιατί αποτελούν ιδανικό συνδυασμό αντιθέτων.
Ο Μονόκερος στους Ευρωπαϊκούς μύθους ήταν ένα μικρόσωμο με μορφή αίγας ζώο. Είχε σχιστές οπλές, ουρά λιονταριού και ένα μεγάλο σπειροειδές κέρας που ξεκινούσε από το μέτωπό του. Το πλάσμα αυτό ήταν πάρα πολύ μικρό για να αντέξει ανθρώπινο βάρος. Μια από τις πρώτες αναφορές στον Μονόκερο της Ευρώπης συναντάμε στα λατινικά σχολεία. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Γάιος Ιούλιος Καίσαρας αναφέρει στο "Bellum Gallicum" το 50 π.Χ: "...Μοιάζει με ελάφι με ένα μόνο κέρατο, που βρίσκεται στη μέση του μετώπου, ακριβώς ανάμεσα στα μάτια. Το κέρατο αυτό είναι μεγαλύτερο και πιο ίσιο από οποιοδήποτε άλλο γνωρίζουμε..." Ο Marco Polo επέστρεψε από τη Java στην Ιταλία απογοητευμένος και έχοντας μια εντελώς διαφορετική εικόνα του μυθικού ζώου. Το περιέγραψε λίγο μικρότερο από ελέφαντα, με πόδια ελέφαντα, κεφάλι κάπρου και ένα μαύρο κέρας στο μέτωπο. Του άρεσε να κυλιέται στη λάσπη: "Μοιάζουν τερατώδη, αυτά τα ζώα. Είναι τελείως διαφορετικά από ότι γράφουμε γι'αυτά, τελείως διαφορετικά από την εικόνα που είχαμε". Πιθανότατα αυτό που συνάντησε ο Marco Polo, ήταν ο ρινόκερος της Java. Το 400 π.Χ, ο Έλληνας γιατρός Κτησίας, που ζούσε και εργαζόταν στην αυλή του Πέρση βασιλιά Δαρείου του Β' αλλά και του Αρταξέρξη, περιγράφει στο βιβλίο του "Ινδικά" ένα είδος άγριου αλόγου με ιδιόμορφα χαρακτηριστικά: Λευκό σώμα και κόκκινο κεφάλι με σκούρα μπλε μάτια, από όπου ξεκινούσε ένα κέρατο με μήκος 1 πόδι και 6 ίντσες, με λευκή βάση, μαύρη μέση και κόκκινη κορυφή. Τα κύπελα που φτιάχνονταν από αυτό, εξουδετέρωναν κάθε δηλητήριο, και ο χρήστης τους προστατευόταν από κρίσεις επιληψίας. Το ζώο αυτό ήταν γρήγορο και δυνατό, κανένα άλλο πλάσμα δεν μπορούσε να το συναγωνιστεί. Σύμφωνα με τον Odell Shepard (The Lore of the Unicorn), στην περιγραφή αυτή συναντάμε τον συνδυασμό τριών ζώων: Τον ινδικό ρινόκερο, τον όναγρο (είδος αλόγου), και την αντιλόπη hodgsoni, ένα είδος μεγαλόσωμης και γρήγορης αντιλόπης.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Αριστοτέλης (384 - 322 π.Χ) στο βιβλίο του φυσικής ιστορίας, ασκεί κριτική στο έργο του Κτησία. Δεν πίστεψε τις περισσότερες από τις εξωφρενικές παρατηρήσεις που περιείχε, παρά το γεγονός ότι ο Κτησίας διαβεβαιώνει πως σε ότι έγραψε, είτε υπήρξε ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας είτε το άκουσε από αξιόπιστες πηγές. Ο Αριστοτέλης ωστόσο δεν αρνείται την ύπαρξη μονόκερων ζώων, όπως ο όρυξ, είδος αντιλόπης με σχιστή οπλή, ή ο ινδικός όνος, με αδιαίρετη οπλή, ενώ σαν επιστήμονας, τον Μεσαίωνα, απέκτησε το κύρος της αυθεντίας. Μεγάλο κύρος τον Μεσαίωνα είχε επίσης ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνειος. Στο σύγγραμά του "Naturalis Historia" (Φυσική Ιστορία) ακολουθεί τον Αριστοτέλη σχεδόν σε όλα, με τη διαφορά ότι πρόσθεσε πολλές φανταστικές ιστορίες, ενώ παράλληλα δανείστηκε πολλά στοιχεία από τον Κτησία. Έτσι, στον Πλίνειο κυριαρχεί το μαγικό στοιχείο. Παρόλα αυτά, το έργο του έγινε πηγή έμπνευσης για πολλές εικόνες ζώων, ενώ πολλά από τα επινοήματά του ασπάστηκε για περισσότερα από χίλια χρόνια σχεδόν κάθε άνθρωπος που γνώριζε λατινικά. Ο Πλίνειος συγκέντρωσε επτά ζώα με κοινό χαρακτηριστικό το μονό κέρατο, και ένα από αυτά ονόμασε Μονόκερο. Κατ'αυτόν τον τρόπο, το πλάσμα με το κεφάλι ελαφιού, το σώμα αλόγου, τα πόδια ελέφαντα και την ουρά κάπρου, απέκτησε το δικό του όνομα. Αυτός ο Μονόκερος δεν μπορούσε να πιαστεί ζωντανός. Σύμφωνα με τον Αιλιανό, έναν άλλο Ρωμαίο συγγραφέα, και το σύγγραμά του "De Natura Animalium" (Η φύση των ζώων), τα ζώα υπήρχαν για να μαθαίνουν οι άνθρωποι μέσα από αυτά. Γι αυτό το λόγο, οι ιδέες του είχαν μεγάλη απήχηση την εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, τότε που ήταν κυρίαρχη η τάση ηθικολογίας. Και εκείνος γνωρίζει ζώα μονόκερα στην Ινδία: Επιφανείς άρχοντες χρησιμοποιούσαν αυτό το κέρατο για να κατασκευάσουν κύπελα που τους προστάτευαν από ανίατες αρρώστιες. Το κυνήγι ενός τέτοιο ζώου ήταν το κυνήγι του ακατόρθωτου: Αυτό θα μπορούσε να είναι το ηθικό δίδαγμα. Από τους προαναφερθέντες συγγραφείς, κανείς δεν είχε έρθει σε οπτική επαφή με έναν Μονόκερο. Ένας από τους λίγους που τον είδαν από κοντά, ήταν ο Απολλώνιος του Tyana, ένας αινιγματικός φιλόσοφος και ταξιδευτής του πρώτου αιώνα μ.Χ., σε ταξίδι του στην Ινδία.
Ο αρχαιότερος γνωστός Μονόκερος, υπήρξε στην Κίνα το 2600 π.Χ, και λεγόταν K'i-lin ("k'i" για το αρσενικό και "lin" για το θυληκό στοιχείο). Τον τιμούσαν σαν βασιλιά των ζώων και θεωρούσαν ότι έφερνε ειρήνη και ευημερία. Συχνά απεικονίζεται με λέπια, που τρεμοφέγγουν σε όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου. Είχε το σώμα ελαφιού, οπλές αλόγου, ουρά βοδιού και στο κεφάλι κέρας που έφτανε τα 2 πόδια και καμπύλωνε προς τα πίσω. Όταν επρόκειτο να συμβούν σημαντικά γεγονότα, εμφανιζόταν σαν οιωνός. Πρώτη φορά, εμφανίστηκε το 2697 π.Χ στην αυλή του αυτοκράτορα Huang-ti και θεωρήθηκε σημάδι κατοπινής ευημερίας. Πράγματι, στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Huang-ti εφεύρεσε μουσικά όργανα, έμαθε στο λαό του πως να φτιάχνει σπίτια από τούβλα, και για πρώτη φορά ένωσε τις κινέζικες φυλές. Σύμωνα με την κινεζική μυθολογία, το K'i-lin εμφανίστηκε για δεύτερη φορά στο τέλος της ζωής του αυτοκράτορα, για να τον μεταφέρει στην πλάτη του στη Χώρα των νεκρών. Επίσης αναφέρεται, ότι τον 6ο αιώνα π.Χ, εμφανίστηκε σε έναν ναό μπροστά σε μια νεαρή γυναίκα, την Yen -Tschen -Tsai, και της παρουσίασε σε ένα σκεύοςς από νεφρίτη, χαραγμένο έναν διθύραμβο για τον γιό της, που θα γινόταν βασιλιάς χωρίς θρόνο. Παρά το ότι η γυναίκα προσπάθησε να αιχμαλωτίσει το K'i-lin με ένα σκοινί από μετάξι, εκείνο υποκλίθηκε με ένα νεύμα του κεφαλιού και εξαφανίστηκε και πάλι. Το παιδί που γεννήθηκε ήταν ο Κομφούκιος, ένας άνθρωπος που με τη διδασκαλία του έμελλε να αλλάξει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Και περνάμε στην Ιαπωνία, όπου ο Μονόκερος είναι γνωστός με την ονομασία Ki'rin.
Λέγεται ότι είχε αλάνθαστη αίσθηση του Δικαίου, η οποία τον έκανε πολλές φορές εμφανίζεται στα δικαστήρια, για να σκοτώσει τον ένοχο και να ελευθερώσει τον αθώο.
Στην Ινδία ο Μονόκερος είχε σημαντικό ρόλο, αν κρίνουμε από τις προφορικές και γραπτές παραδόσεις του τόπου. Το μυθικό ζώο εμφανίζεται ήδη από την προϊστορική περίοδο Harappa. Στο Ινδικό βιβλίο "Mahabharata" συναντάμε το "Rishi Ekasringa", τον δικό μας Μονόκερο, να συνυπάρχει με τα υπόλοιπα ζώα του δάσους. Σύμφωνα με την ινδική παράδοση, γεννήθηκε από μια γαζέλα, που ήπιε το γόνιμο νερό μιας λίμνης. Στις μεταγενέστερες δυτικές παραδόσεις, το γόνιμο νερό θα γινόταν το δηλητηριώδες νερό που μπορούσε να εξαγνιστεί με το κέρας του Μονόκερου. Συστατικά αυτού αλλά και άλλων παλιών ινδικών μύθων, έχουν επηρεάσει τις γραπτές παραδόσεις της Μεσοποταμίας, επίδραση ιδιαίτερα αισθητή στο έπος του Γκιλγκαμές. Και εδώ εμφανίζεται ο Μονόκερος, όχι όμως σαν το ινδικό υβρίδιο, αλλά σαν ένα κοινό ζώο, όπως μπορεί κανείς να δει στις ζωγραφικές αναπαραστάσεις της Μεσοποταμίας. Μετά από αυτή την εποχή, εμφανίζεται και σε ασσυριακά μνημεία σαν ταύρος με αψιδωτό κέρας και χαίτη στο λαιμό.
Στην νότια Ινδία ζούσε ένα πλάσμα με το όνομα eale ή yale. Λέγεται ότι είχε δύο κέρατα προς αντίθετες κατευθύνσεις, ώστε να μπορεί να επιτεθεί και να αμυνθεί καλύτερα, όταν μαχόταν προς διαφορετικές μεριές. Οι Ινδοί το θεωρούσαν Φύλακα του Καλού, και Μαχητή των Κακών Πνευμάτων.
Στην Περσία το κέρας ήταν το σύμβολο μεγάλης βιαιότητας και κινδύνου, και γιαυτό το shadhahvar θεωρείτο επικίνδυνο ζώο. Περιγράφεται σαν αντιλόπη με ένα κέρας ψηλά στο κεφάλι. Το κέρας είχε κοίλες άκρες, και αυτό δημιουργούσε υπέροχες μελωδίες όταν ο αέρας φυσούσε. Τα ζώα που άκουγαν αυτές τις μελωδίες, σαγηνεύονταν, βγαίναν από τις κρυψώνες τους και σκοτώνονταν από το shadhahvar, τη στιγμή που θα πλησίαζαν αρκετά κοντά.
Το δεύτερο αιώνα μ.Χ ένα σημαντικό στοιχείο για την ύπαρξη των Μονόκερων δημοσιεύτηκε, ο "Φυσιολόγος". Κατά λέξη ο τίτλος σημαίνει "Φυσικός Επιστήμονας", και ίσως χρησιμοποιήθηκε σαν ψευδώνυμο. Ο πραγματικός συγγραφέας δεν έγινε ποτέ γνωστός. Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια δημοφιλή θεολογική συλλογή περιγραφών από διάφορα ζώα, φυτά και πέτρες, ακολουθούμενα από χριστιανικά ηθικά διδάγματα. Υπάρχοντα και μη πλάσματα, χρησιμοποιήθηκαν σαν παράδειγμα προς μίμηση ή αποφυγή: Αντιπροσώπευαν αρετές και ελαττώματα κατά αλληγορικό τρόπο. Αναρίθμητες εκδόσεις μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο, όπως Συριακά, Αραβικά, Αρμενικά, Λατινικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ισλανδικά, Ιταλικά και Αγγλοσαξωνικά. Ο "Φυσιολόγος" περιγράφει τον Μονόκερο σαν ένα άγριο ζώο του οποίου η αιχμαλώτιση ήταν κάτι το σχεδόν ακατόρθωτο. Μπορούσε να πιαστεί μόνο με δόλο: Αν μια αγνή Κόρη βρισκόταν στο δάσος, ο Μονόκερος έτρεχε στην αγκαλιά της και τότε ο κυνηγός που παραμόνευε μπορούσε να τον πιάσει και να τον σκοτώσει. Ο Μονόκερος του "Φυσιολόγου" διαφέρει πολύ από το μεγαλοπρεπές ζώο που είχαν περιγράψει ο Κτησίας, ο Πλίνειος και ο Aelianus. Δεν είναι πλέον μεγάλος σαν άλογο, αλλά έχει το μέγεθος μικρής αίγας. Στις Κάτω Χώρες ο "Φυσιολόγος" έγινε γνωστός μέσα από τις μεταφράσεις αποσπασμάτων του, σε Βεστιάρια και Λαπιδάρια(= βιβλία για τις φαρμακευτικές και μαγικές ιδιότητες των πολύτιμων λίθων). Σχεδόν όλα τα Βεστιάρια βασίστηκαν στον "Φυσιολόγο".
Το πιο γνωστό Βεστιάριο στις Κάτω Χώρες ήταν το "Der Naturen Bloeme" (για τη φύση των λουλουδιών), του Jacob van Maerlant (1201 - 1270). Πρόκειται για μια διασκευή του "De Natura Rerum", που γράφτηκε το 1271 όχι από τον Albertus Magnus, όπως για πολύ καιρό πίστευαν, αλλά από τον μαθητή του Τhomas van Cantimpre. Ο Thomas van Cantimpre, με τη σειρά του, βάσισε το σύγγραμά του σε μια τρίτομη λατινική μετάφραση των βιβλίων του Αριστοτέλη, που εκδόθηκε το 1220 από τον Michael Scotus, με τίτλο "De animalibus". Στο σύγγραμα του van Cantimpre διαβάζουμε ότι ο unicornus, είναι ο γνωστός μας Μονόκερος, γνωστός επίσης ως espentijn, ενώ το ελληνικό του όνομα ειναι ρινόκερος, επειδή έχει ένα κέρατο ανάμεσα στα ρουθούνια. Εδώ βλέπουμε την επίδραση από τη μια μεριά της Βουλγάτας (λατινική μετάφραση της Βίβλου από τον Ιερώνυμο το 405 μ.Χ), όπου η ελληνική λέξη Μονόκερος αντικαθίσταται από τη λατινική unicornus, όπως επίσης και την ελληνική ρινόκερος, ενώ από την άλλη τη σύγχιση του Μονόκερου με τον ήδη από την αρχαιότητα γνωστό ρινόκερο.