από Amycus Πεμ Μάης 07, 2015 11:13 am
Διάβασα σχεδόν τα πάντα απο Αλιέντε. Τώρα ξεκίνησα την Κόρη της Μοίρας και τελειώνω. Η Αλιέντε δεν έχει αυτό που λέμε πρωτότυπα θέματα, τα βιβλία της περιστρέφονται γύρω απο τις γυναίκες, αν εξαιρέσει κανείς την τριλογία της Αναμνήσεις του Αετού και του Ιαγουάρου και την Πάουλα. Μόνο το Επουράνιο Σχέδιο έχει σαν κεντρικό ήρωα έναν άνδρα. Η πολιτική είναι κάτι που γίνεται αμέσως εμφανές, υπάρχει παντού, ποτίζει τις σελίδες της. Οι περιγραφές της είναι δυνατές, πλούσιες σε λεπτομέρειες, κατατοπιστικές. Το ερωτικό στοιχείο είναι επίσης κεντρικό, οδηγεί τους ήρωες. Η πάλη, ταξική ή εσωτερική είναι κάτι που δεν περνάει απαρατήρητη. Ξέρει όμως να γράφει. Τα διαλογικά μέρη είναι ελάχιστα, σελίδες ολόκληρες περνούν με αφήγηση και θέλει κοντρολάρισμα απο την μεριά του αναγνώστη. Αυτό που παρατήρησα είναι ότι τα βιβλία της δεν έχουν τέλος, τουλάχιστον όχι με την κλασσική έννοια, θα μπορούσαν να συνεχίζουν στο διηνεκές. Απλά, εκεί σταματά η αφήγηση ή μάλλον, εκεί αποφασίζει η Αλιέντε να σταματήσει την αφήγηση.
Πάντα έχω πρόβλημα στην φωνή του αφηγητή. Πως θα ακούγεται στο κεφάλι μου. Άνδρας, γυναίκα, τόνος, χροιά, ένταση. Στην Αλλιέντε όλα έδειχναν ότι μια γυναίκα διηγείται για γυναίκες.
Είναι ωραία λογοτεχνία. Χαίρεσαι να την διαβάζεις. Φτιάχνεις τις εικόνες μέσα σου, ανασταίνεις τα πρόσωπα, βάζεις μουσική να ακούγεται.
Αυτό που μου έμεινε τόσα καιρό μετά, είναι ο θρήνος της μάνας που χάνει την κόρη της.
«Πνίγομαι από συγκρατημένο πόνο, βγαίνω στη βεράντα και ο αέρας δεν μου φτάνει για τόσα αναφιλητά, η βροχή δεν μου φτάνει για τόσα δάκρυα. Τότε παίρνω το αυτοκίνητο, απομακρύνομαι προς τους λόφους και σχεδόν στα τυφλά φτάνω στο δάσος των περιπάτων μου, όπου τόσες φορές βρίσκω καταφύγιο για να σκεφτώ μόνη μου. Προχωράω με τα πόδια στα μονοπάτια που ο χειμώνας έχει αχρηστεύσει, τρέχω σκοντάφτοντας σε κλαδιά και κοφτερές πέτρες, ανοίγοντας δρόμο μέσα στην πράσινη υγρασία αυτού του απέραντου φυτικού χώρου, παρόμοιου με τα δάση της παιδικής μου ηλικίας, εκείνα που διέσχιζα πάνω σʼ ένα μουλάρι ακολουθώντας τα βήματα του παππού μου. Προχωρώ με λασπωμένα πόδια, μουσκεμένα ρούχα και την καρδιά να ματώνει κι όταν σκοτεινιάζει και δεν μπορώ πια να περπατώ άλλο, και να σκοντάφτω και να γλιστράω και να σηκώνομαι ξανά και να εξακολουθώ να παραπατάω, πέφτω τελικά στα γόνατα, τραβοκοπάω την μπλούζα μου, πετάγονται τα κουμπιά και με τα μπράτσα διπλωμένα σε σταυρό και το στήθος γυμνό φωνάζω το όνομά σου, κόρη μου. Η βροχή είναι ένας μανδύας από σκοτεινό κρύσταλλο, τα ζοφερά σύννεφα χώνονται ανάμεσα στις κορφές των μαύρων δέντρων και ο άνεμος δαγκώνει το στήθος μου, μπαίνει στα κόκαλά μου και με καθαρίζει από μέσα με παγωμένα σφουγγάρια. Βυθίζω τα χέρια μου στη λάσπη, πιάνω το χώμα με τις χούφτες και το φέρνω στο πρόσωπο, στο στόμα, μασάω αλμυρούς σβόλους λάσπη, εισπνέω βαθιά την όξινη μυρωδιά από το μαυρόχωμα και το φαρμακευτικό άρωμα των ευκαλύπτων. Γη, πάρε την κόρη μου, δέξου την, τύλιξέ τη, θεά μητέρα γη, βοήθησέ μας, της ζητάω, κι εξακολουθώ να βογκάω μέσα στη νύχτα που πέφτει πάνω μου, φωνάζοντας εσένα, φωνάζοντας εσένα. Πέρα μακριά περνάει ένα κοπάδι αγριόπαπιες και παίρνει το όνομά σου προς το νότο. Πάουλα, Πάουλα...»